Αξιότιμε κε Πρωθυπουργέ,
Βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη καμπή στην ιστορία των Παραστατικών Τεχνών της χώρας μας. Οι στρεβλώσεις που δημιουργήθηκαν από την απουσία σαφούς και εκσυγχρονισμένου πλαισίου Παραστατικής Παιδείας στην Ελλάδα, ευνοήθηκαν από μικροκομματικά οφέλη, επισημοποιήθηκαν από την διαχρονική αδιαφορία του κράτους και γιγαντώθηκαν από την αναγκαιότητα των προχείρων λύσεων στις οποίες το κράτος μέχρι σήμερα κατέφευγε. Με δεδομένη την συγκυρία των αναγκών αλλά και την πολιτική βούληση της κυβέρνησής σας να επιλύσει το ζήτημα, επιτρέψτε μου να θέσω την, κατά την άποψή μου, θεμελιώδη διάσταση που το διαχρονικό πρόβλημα της αναγνώρισης των Παραστατικών Σπουδών στην Ελλάδα, θα όφειλε να λάβει. Η διάσταση αυτή η οποία αδικαιολόγητα έχει εκφύγει της δημόσιας προσοχής, αντιμετωπίζει τις Τέχνες συνολικά και υποδεικνύει, πιστεύω εύγλωττα, τον ιδανικό τρόπο επίλυσης ενός προβλήματος που ταλανίζει την Παραστατική Παιδεία της χώρας μας και η όξυνσή του έχει σχεδόν την ίδια ηλικία με μένα.
Το ερώτημα λοιπόν που θα πρέπει να απασχολήσει την διευθέτηση του ζητήματος διαβάθμισης των σπουδών Παραστατικών Τεχνών στην Ελλάδα, αποδίδοντας ταυτόχρονα και την ιστορική του πτυχή, συνοψίζεται στην ακόλουθη διατύπωση: «Πώς είναι δυνατόν η Παιδεία των Παραστατικών Τεχνών στην χώρα μας να αντιμετωπίστηκε τόσο διαφορετικά από αυτή των Εικαστικών;». Θα πρέπει βαθειά να σας προβληματίσει με ποιόν τρόπο και για ποιόν λόγο οι μεν Εικαστικές Σπουδές απολαμβάνουν, και σωστά, της απολύτου δικαιοσύνης να διέπονται θεσμικά από το νομικό καθεστώς της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, υπαγόμενες στο Υπουργείο Παιδείας, ενώ οι δε Παραστατικές Σπουδές, αδίκως, να διέπονται από το υπάρχον καθεστώς υπαγόμενες στο Υπουργείο Πολιτισμού.
Αναγνωρίζω ότι οι απαντήσεις άπτονται αφενός μεν της διοικητικής ιστορίας των ιδρυμάτων που δίδαξαν αυτούς τους δυο τομείς των Τεχνών, αφετέρου δε του κράτους μέσα στο οποίο οι κατευθύνσεις αυτές θεμελιώθηκαν, οικοδομήθηκαν και αναπτύχθηκαν. Βεβαίως το κράτος εκείνο, τον 19ο αιώνα, είχε διοικητικά εντελώς διαφορετική μορφή από το σημερινό. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε επίσης και την ιδιαιτερότητα στις θεμέλιες λίθους των σχολών των δυο αυτών κατευθύνσεων της Τέχνης, οι οποίες επισημοποίησαν την συστηματική παιδεία των Τεχνών στην Ελλάδα. Πρέπει να διακρίνουμε ότι η μεν των Εικαστικών Τεχνών δια του Σχολείου των Τεχνών (στο οποίο διδασκόταν και η Αρχιτεκτονική) είχε χρηματοδότηση κρατική, η δε των Παραστατικών Τεχνών δια του Ωδείου Αθηνών (στο οποίο διδασκόταν η Μουσική και το Θέατρο) είχε χρηματοδότηση κυρίως ιδιωτική (Μουσικός και Δραματικός Σύλλογος και Υπουργείο Παιδείας).
Γιατί είναι σημαντικό να γνωρίζουμε αυτές τις λεπτομέρειες; Ο λόγος για τον οποίο χρειάζεται να γνωρίζουμε όλες αυτές τις ιστορικές λεπτομέρειες, είναι γιατί μόνο τότε, πιστεύω, θα αποκτήσουμε καθαρή εποπτεία για το τί χρειάζεται να γίνει στο μέλλον: όταν δηλαδή αποκτήσουμε καθαρή εποπτεία της ιστορίας μας.
Κύριε πρόεδρε, ένα μεγάλο μέρος του ζητήματος το οποίο η κυβέρνησή σας καλείται να αντιμετωπίσει σχετίζεται ακριβώς με την αγκύλωση να αντιλαμβανόμαστε την ανώτατη παιδεία στη χώρα μας ως μοναδικό προνόμιο της δημόσιας εκπαίδευσης. Όταν το 1871 το Υπουργείο Εσωτερικών μετέθετε την διοικητική αρμοδιότητα δημιουργίας και λειτουργίας Ωδείου από την δικαιοδοσία του στον «Μουσικό και Δραματικό Σύλλογο», δεν φανταζόταν κανείς ότι η κίνησή του αυτή θα υπονόμευε, 150 χρόνια μετά την ίδρυσή του, την αξία των τίτλων σπουδών που θα χορηγούσε. Όπως ακριβώς κανείς από το ίδιο Υπουργείο, 34 χρόνια νωρίτερα, το 1837, δεν φανταζόταν ότι το «Πολυτεχνικόν Σχολείον» (Σχολείον των Τεχνών) το οποίο ίδρυσε υπό την αρμοδιότητά του, θα εξελισσόταν, δια της μεταστεγάσεως του στο «νέο Πολυτεχνείο» (μετέπειτα ΕΜΠ στο οποίο υπάγεται και η Σχολή Καλών Τεχνών), σε ίδρυμα που θα χορηγεί ανώτατης βαθμίδας τίτλους Σπουδών σε αντίθεση με τον νέο, τότε, ένοικο της παλιάς του στέγης. Ο νέος αυτός ένοικος της Πειραιώς 35, εγκαταστάθηκε πλήρως το 1873 στη δομή που παραχωρήθηκε από «Σχολείον των Τεχνών», και δεν ήταν άλλος από το Ωδείο Αθηνών.
Είναι προφανές λοιπόν ότι παρά το γεγονός ότι η οργανωτική και διοικητική μέριμνα Σχολής Παραστατικών Τεχνών στη χώρα μας εναποτέθηκε σε έναν ιδιωτικό σύλλογο, τόσο η αναγκαιότητα, όσο και η πρωτοβουλία ίδρυσής της υπήρξε καθαρά κρατική. Οι δυο τομείς παιδείας των Τεχνών, δηλαδή των Εικαστικών και των Παραστατικών, ακολούθησαν έκτοτε, δυστυχώς, χωριστή ακαδημαϊκή πορεία.
Οι σπουδές στις Εικαστικές με νόμο του 1910 αυτονομούνται από την υπόλοιπη Πολυτεχνική Σχολή παρά τη συστέγαση στο Μετσόβιο Μέγαρο. Επισημοποιείται δε από τότε, όπως ήταν αναμενόμενο και για την «Σχολή Καλών Τεχνών», η υπαγωγή της στο Υπουργείο Παιδείας της εποχής (τότε Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως). Οι σπουδές στις Εικαστικές Τέχνες, συνδεδεμένες με το άρμα του Πολυτεχνείου, απολάμβαναν έκτοτε, όπως απολαμβάνουν μέχρι σήμερα απερίσπαστες, το προνόμιο των διαβαθμισμένων τίτλων σπουδών.
Μιλώντας όμως για την Μουσική, από την εκπνοή του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα, νέες Σχολές και Ιδρύματα συμπεριλαμβανομένου και του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης, έκαναν την εμφάνισή τους ακολουθώντας, όχι μόνο ως προς την ίδρυση αλλά και ως προς την λειτουργία, το πρότυπο του Ωδείου Αθηνών. Με το Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης το 1914-15, η κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου, εν μέσω θυελλώδους πολιτικής κρίσης, απάντησε έμπρακτα στο ερώτημα: Δημόσια ή Ιδιωτική Παραστατική Παιδεία, δείχνοντας τον δρόμο.
Μιλώντας για το Χορό, αργότερα, η Σχολή της Κούλας Πράτσικα από το 1937, συνέχισε το 1973, παραχωρημένη στο κράτος, ως Κρατική Σχολή Ορχηστικής Τέχνης. Μιλώντας για το Θέατρο, η άδεια ασκήσεως επαγγέλματος για τους ηθοποιούς φαινόταν μέχρι τότε να παίζει το ρόλο διασφάλισης επαγγελματικών δικαιωμάτων, παρά το γεγονός ότι οι καταβολές της Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, άρα και ο ανάλογος τίτλος σπουδών, τοποθετούνται πολύ πριν το έτος ίδρυσής του το 1930. Προς την διευθέτηση ολόκληρου του οικοδομήματος της Παραστατικής Παιδείας προσπάθησαν να βοηθήσουν τόσο οι διοικητικές όσο και οι στεγαστικές πρωτοβουλίες της εποχής του μεσοπολέμου. Μελέτες για την ιστορία των χαμένων αυτών ευκαιριών, τουλάχιστον σε επίπεδο κτιρίων, έχουν ήδη εκπονηθεί. Οι ιστορικές όμως εκείνες πρωτοβουλίες έμειναν από τότε και μέχρι το 1974, μόνο στα χαρτιά.
Η ανάλυση των συνθηκών κάτω από τις οποίες η συνοχή των καθηγητών του πρώτου ιδρύματος που θεμελίωσε τις Παραστατικές Σπουδές στην Ελλάδα, διαταράχτηκε, οδηγώντας στις καθοριστικές ρήξεις που ακολούθησαν από την εκπνοή του 19ου αι. μέχρι και το μεσοπόλεμο, αποτελεί κεφάλαιο της «Ιστορίας της Μουσικής στη Νεώτερη Ελλάδα» το οποίο ως μέρος τρίτομης κατάθεσης, ακόμα γράφεται.
Για περίπου έναν αιώνα, από το 1871 μέχρι την Μεταπολίτευση, η αξία των τίτλων σπουδών Παραστατικών Τεχνών στη χώρα μας βάραινε ανάλογα με την αξία τόσο των ανθρώπων που τους υπέγραφαν όσο και των ιδρυμάτων που τους χορηγούσαν, πολύ περισσότερο από την κρατική σφραγίδα που πιθανόν να τα συνόδευε. Το ίδιο αναμφίβολα ίσχυε όμως και για κάθε άλλον τομέα σπουδών. Μέχρι την Μεταπολίτευση, το αίτημα για ισοτιμία των τίτλων αυτών με τίτλους πανεπιστημιακών σπουδών δεν ήταν καθοριστικής σημασίας όσο είναι σήμερα.
Κυρίως λοιπόν από την Μεταπολίτευση και εντεύθεν, και εδώ βρίσκεται η ουσία της παρέμβασής μου, ξεκίνησε να γιγαντώνεται η ανισότητα των τίτλων σπουδών στους δυο τομείς Εικαστικών και Παραστατικών. Η μεν αδικαιολόγητη υπαγωγή των Σπουδών Παραστατικών Τεχνών στο Υπουργείο Πολιτισμού υπογράμμισε ξεκάθαρα την πρόθεση του κράτους να αποκόψει την διάσταση της Παιδείας που αναπόφευκτα ενυπάρχει στις Τέχνες, από την επίσημη εκπαιδευτική πολιτική. Η δε ξεκάθαρη συνταγματική επιταγή που συνέδεε την ανώτατη παιδεία μόνο με σπουδές σε δημόσια ιδρύματα, όρισε άδικα, κοντόφθαλμα και σε συνηγορία με το προηγούμενο πλήγμα, το επίπεδο σπουδών Παραστατικών Τεχνών σε βαθμίδα υποδεέστερη των Πανεπιστημίων. Αποκύημα της διπλής αυτής στρέβλωσης αποτελεί και το σημερινό ζοφερό τοπίο.
Μια πανσπερμία αγκυλώσεων με δαιδαλώδη παρακλάδια αρχίζει έκτοτε να αναφύεται, με θύμα μόνο τις Παραστατικές Τέχνες, καθώς το κράτος άρχισε να αντιλαμβάνεται πως παιδεία και πολιτισμός είναι όψεις του ίδιου νομίσματος. Η στελέχωση όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης με εκπαιδευτικούς ειδικευμένους στις Παραστατικές Τέχνες όφειλε πλέον να αντλεί ανθρώπινο δυναμικό από το υποβαθμισμένο ιδιωτικό πλαίσιο σπουδών που δεν υπαγόταν πια στο οργανόγραμμα της «παιδείας» αλλά του «πολιτισμού», και ως εκ τούτου, δεν προχώρησε ομαλά.
Αναρίθμητες στρεβλώσεις συντήρησαν μέχρι σήμερα το αχαρακτήριστο τοπίο απαξίας όπως το γεγονός ότι σε θέσεις εκπαιδευτικού δημοσίου με απόλυτη ειδίκευση σε μουσικό όργανο, προβάδισμα είχε πάντοτε ο υποψήφιος που διέθετε και τίτλο σπουδών ΑΕΙ ή, τότε ΤΕΙ, εντελώς άσχετο με τις ανάγκες της θέσης και βεβαίως εντελώς ανεξάρτητα από τις επιδόσεις του τίτλου σπουδών παραστατικών σπουδών που γι’ αυτήν τη θέση απαιτούνταν. Για τις σπουδές παραστατικών τεχνών στην ανώτατη βαθμίδα και ειδικά για την Μουσική, το πρόβλημα οξύνθηκε ακόμη περισσότερο. Ποιοί θα μπορούσαν να στελεχώσουν αυτές τις θέσεις αφού οι εγχώριες σπουδές, δεκαετίες πριν, μέχρι τότε, και μέχρι σήμερα, ουδόλως αναγνωρίζονταν ως δομικό κομμάτι του εκπαιδευτικού μας συστήματος;
Η απάντηση όσο δεν καλυπτόταν από τίτλο σπουδών άσχετου με τη θέση ΑΕΙ θα ερχόταν από το εξωτερικό. Παρακάμπτοντας κάθε ίδρυμα Παραστατικής Παιδείας στη χώρα (η αναγνωρίζοντάς το ως «επικουρικό») ο υποψήφιος όφειλε να μεταναστεύσει - με υποτροφία ή χωρίς, αδιάφορο- για να σπουδάσει (ή να ξανασπουδάσει) το αντικείμενό του εξασφαλίζοντας, από το εξωτερικό αυτή τη φορά, το έγγραφο που στη συνέχεια εδώ θα «αναγνωριζόταν». Δεν παραβλέπω φυσικά την εξειδίκευση σε πεδία που δεν υπάρχουν στην Ελλάδα τα οποία οι αγχίνοες αναζητητές τους, καλώς διερεύνησαν στο εξωτερικό. Ωστόσο, όταν ο βασικός κορμός των παραστατικών σπουδών της χώρας σου σε προπτυχιακό, πτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο, ενώ υπάρχει, δεν αναγνωρίζεται ως κομμάτι του εκπαιδευτικού σου συστήματος, πώς είναι δυνατόν, για τη στελέχωση αναγκών του ίδιου εκπαιδευτικού συστήματος και σε θέσεις θεμελιώδεις, να αναγνωρίζεις ξένο τίτλο σπουδών που αποκτήθηκε με τους ίδιους τρόπους και μέσα όπως της χώρας σου, με τη διαφορά ότι αυτός φέρει τη σφραγίδα ιδιωτικού ιδρύματος του εξωτερικού ; Και πώς αυτή η πρακτική δεν διαιώνισε μέχρι σήμερα την απαξία των ελληνικών ιδρυμάτων υποβαθμίζοντάς τα σε «φροντιστήρια» των ξένων; Και πώς αυτή η ίδια πρακτική στρέβλωσης, εφόσον εφαρμόζεται μέχρι σήμερα για το ίδιο curriculum, ευελπιστούμε ότι θα εξυγιάνει το τοπίο όταν, τίτλος σπουδών μαθητή που αποκτήθηκε στο Εξωτερικό αναγνωρισμένος στην Ελλάδα θεωρείται ανώτερος από αυτόν του Έλληνα δασκάλου του αποκτημένος στην Ελλάδα που όμως η χώρα του δεν αναγνωρίζει; Ή πώς η υπόσχεση δημόσιας Ανώτατης Παραστατικής Παιδείας θα διασφαλίσει διαχρονικά και αναδρομικά ακαδημαϊκά δικαιώματα όταν το ίδιο curriculum, ενώ προσφέρεται μέχρι σήμερα από ιδρύματα σε Ελλάδα και Εξωτερικό, η χώρα μας αποδέχεται να διαβαθμίζει μόνο την υπογραφή του ιδρύματος από το Εξωτερικό;
Μετά από αυτά, το ερώτημα πώς η αναγνώριση τίτλων σπουδών παραστατικών σπουδών με ολοσχερώς αδιάφορο προς την Παραστατική μας Ιστορία, αντικείμενο και ζητούμενο, έχει ήδη γίνει αποδεκτή ως απολύτως θεμιτή, φαντάζει ήδη πολυτελής ιδιοτροπία. Και για να μετριάσω την δριμύτητα των ερωτημάτων, εστιάζοντας στη Μουσική, μιας και είναι ο τομέας μου, θεωρώ υποχρέωσή μου να διευκρινίσω ξανά, ότι με τα παραπάνω δεν αναφέρομαι στις αναγκαίες ειδικεύσεις οι οποίες στο παρελθόν δεν υπήρχαν αλλά ακόμα και σήμερα, με λαμπρές εξαιρέσεις, δύσκολα παρέχονται από το ελληνικό εκπαιδευτικό στερέωμα.
Δεν είναι όμως δυνατόν μέσω της αναγνώρισης μόνο ξένων τίτλων σπουδών, να απαξιώνουμε την ελληνική λόγια μουσική και ιστορία, τόσο στην ερμηνεία διεθνούς ρεπερτορίου όσο και ελληνικού, αναιρώντας έτσι κάθε διάσταση εντοπιότητας η οποία ενέχεται στη μελέτη της, ακόμα και όταν ξένοι όπως ο δικός μου δάσκαλος, αφιέρωσαν όλη τους τη ζωή διδάσκοντας Έλληνες εδώ, και υπηρετώντας την Ελληνική μουσική δημιουργία, εδώ!
Αντιλαμβάνομαι ότι σε μια παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα όπως είναι η σημερινή, οι παραπάνω θέσεις ίσως ακούγονται απολύτως εθνοκεντρικές. Ωστόσο, πιστέψτε με, όσο κρίσιμη και αναγκαία είναι η εντοπιότητα στην μελέτη των τριών Τραγικών για τις Ελληνικές Σχολές Θεάτρου ή του Σαίξπηρ για τις Βρετανικές, άλλο τόσο κρίσιμη και αναγκαία είναι και η εντοπιότητα στην μελέτη της Ελληνικής Λόγιας Μουσικής στα Ωδεία της χώρας μας. Η μέριμνα αυτή, αν και μόνο σε ελάχιστα ιδρύματα, όπως αυτό στο οποίο έχω την τιμή να έχω σπουδάσει, υπηρετείται, θα έπρεπε να είναι αναμενόμενη από ελληνικά ιδρύματα κατ’ εξοχήν - αν όχι μόνο από αυτά. Επειδή λοιπόν αυτό λείπει ανάμεσα σε όλα τ’ άλλα, διατυπώνω απερίφραστα ότι την υπηρεσία της Ελληνικής Λόγιας Μουσικής θα έπρεπε κατ’ εξοχήν να απαιτούμε από ελληνικά ιδρύματα και όχι από ιδρύματα του Εξωτερικού. Αξίζει λοιπόν να γνωρίζετε ότι το ζητούμενο αυτό στο σημερινό μέσο όρο του υπάρχοντος τοπίου, ουδόλως δύναται να υπηρετηθεί. Ας σημειωθεί κοντά σε όλ’ αυτά ότι το έγκλημα καθοσιώσεως ανυπαρξίας εμπεριστατωμένης Ιστορίας της Μουσικής στη Νεώτερη Ελλάδα μόλις πριν τέσσερα χρόνια ξεκίνησε να συγχωρείται.
Δεν έχω να προτείνω ξεκάθαρη λύση σε ένα πρόβλημα του οποίου οι εκφάνσεις, τουλάχιστον για τις Μουσικές σπουδές, είναι πολύπλευρες αλλά και οι καταβολές ιστορικά πολύπλοκες και δαιδαλώδεις. Δεν ξέρω αν η λύση θα ήταν η αναθεώρηση του συγκεκριμένου άρθρου του Συντάγματος. Μακάρι να είναι, και ο πολιτικός μας πολιτισμός να αποκαταστήσει την φήμη του έναντι αυτής της κατάφορης αδικίας.
Γνωρίζω όμως ότι μια αληθινή λύση, για να έχει άξια, δίκαιη και τελεσίδικη ισχύ, οφείλει να είναι τόσο αναδρομική όσο και βιώσιμη. Οι γενιές των επόμενων Μουσικών θα πρέπει να αναγνωρίζουν τις σπουδές των παλαιοτέρων, την αξία της παρακαταθήκης τους και αφού διανύσουν πλήρως και επιτυχώς την οδό των δασκάλων τους, να νιώσουν την πρόκληση να τους υπερβούν, δρέποντας τις δάφνες των κόπων τους.
Προς αυτήν την κατεύθυνση είναι θεμιτό να αναγνωριστεί η ανώτατη βαθμίδα τίτλου σπουδών στην Παραστατική Πράξη της Μουσικής, η οποία ονομάζεται Δίπλωμα με όλο το νόημα της λέξης, ως πρόσθετη σπουδή δηλαδή, είτε αυτή έχει αποκτηθεί εδώ ήδη, είτε στο εξωτερικό, αφού πρώτα αναγνωριστεί πλήρως και η εγκύκλια, βασική της, η οποία ονομάζεται Πτυχίο. Η κατάκτηση τίτλων σπουδών από το εξωτερικό στο ίδιο curriculum, θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως δεύτερος τίτλος εφόσον πρώτα θα πρέπει να αναγνωριστεί, ο ισότιμος με αυτούς, ελληνικός. Με αυτόν τον τρόπο θα αποφευχθεί το φαινόμενο μαθητές να κατέχουν αναγνωρισμένο στην Ελλάδα τίτλο σπουδών από το Εξωτερικό ενώ για το ίδιο curriculum, οι δάσκαλοί τους όχι.
Για να αποδεχθούμε μια πορεία λύσης του προβλήματος, και εφόσον οι άνθρωποι που το έχουν ήδη βιώσει, ζουν ακόμα, θα χρειαζόταν αυτόχρημα και η αποδοχή μιας ιδιότυπης ακαδημαϊκής σεισάχθειας που από τη μια δεν θα δημιουργούσε εκ νέου ακαδημαϊκά πλούσιους και φτωχούς, από την άλλη δεν θα ισοπέδωνε οριζόντια το πρόβλημα, εξισώνοντας τους άξιους με τους ανάξιους.
Αν η αναθεωρητική σας προοπτική προχωρήσει σε μια μεταρρύθμιση αγνοώντας τις πτυχές που σας εξέθεσα, τότε η βιωσιμότητά της θα είναι καθόλα αβέβαιη και τα αποτελέσματα της ελπιδοφόρας πολιτικής σας, πενιχρά και αμφίβολα.
Προφανώς οι διευκρινίσεις αυτές δεν τίθενται ως αφορμή αντιπαράθεσης ανάμεσα στους φορείς Παραστατικής και Εικαστικής Παιδείας της χώρας μας, αλλά αντιθέτως αποσκοπούν να θέσουν το ζήτημα σε στέρεη ιστορική διάσταση. Ως έννοια-κλειδί στο αναθεωρητικό σας έργο, οφείλω να εναποθέσω το νόημα της λέξης: «Αποκατάσταση». Η έννοια αυτή χωρίς αμφιβολία θα τιμήσει την απαράμιλλη Ιστορία των Παραστατικών Τεχνών στην Ελλάδα διαφυλάσσοντας στην υπόληψη των νέων μας την θέση προσωπικοτήτων που ιστορικά και διαχρονικά την υπηρέτησαν και την σημάδεψαν. Στον αντίποδα αυτής της θεώρησης, σας εναποθέτω το νόημα της λέξης: «Συμβιβασμός», την οποία ως κατακλείδα αυτής της γραφής, σας καλώ να αποφύγετε, καθώς στον βωμό της συγκυριακής πίεσης να κλείσει το ζήτημα, ο κίνδυνος ενός ιστορικά άδικου συμβιβασμού ελλοχεύει.
Απέναντι στην Ιστορία, δεν οφείλουμε να επισημοποιήσουμε απλώς το υπάρχον τοπίο καλύπτοντας τις ατέλειές του. Οφείλουμε να αποκαταστήσουμε την Ιστορία στα πρόσωπα των μελλοντικών αποφοίτων της Παραστατικής Παιδείας της χώρας μας, στο ύψος που της αξίζει.
Με εκτίμηση,
Πέτρος Στεργιόπουλος,
Αθήνα, 31 Ιανουαρίου 2023