Αθήνα, Φεβρουάριος 2023,
Ο γράφων, Πέτρος Στεργιόπουλος
Β) Τα τεκμήρια της Ιστορίας
ή μια, εκ νέου, εισαγωγή στο θέμα
Χρειάζεται να διευκρινίσω, φίλτατε αναγνώστα, την θέση των αναδυόμενων τεκμηρίων από το Ιστορικό Αρχείο του Ωδείου Αθηνών αλλά και των άλλων πηγών, έναντι της σημερινής ανιστόρητης πραγματικότητας. Τα στοιχεία που ακολουθούν αποδεικνύουν χωρίς αμφιβολία την πρωτοκαθεδρία του Ωδείου Αθηνών ως πρωτοπόρου ιδρύματος έναντι της Ιστορίας της Παραστατικής Παιδείας στην χώρα μας. Οφείλουμε να αναστοχαστούμε πάνω σε αυτά τα αδιαμφισβήτητα στοιχεία ώστε να έχουμε, όπως περιέγραψα και στην ανοιχτή μου επιστολή, ακριβή εποπτεία της Ιστορίας.
Στην προηγούμενή μου ανάρτηση περιγράφω το πλαίσιο. Σε αυτήν περιγράφω την Ιστορία.
Εξακολουθώ να πιστεύω ότι αυτό είναι απολύτως αναγκαίο αν θέλουμε να τοποθετηθούμε σωστά, δίνοντας αίσια και βιώσιμη λύση στο πρόβλημα της αναγνώρισης των σπουδών παραστατικών τεχνών που έχει ανακύψει. Όσα είναι γραμμένα εδώ, φίλτατε αναγνώστα, δεν γράφονται εξ ονόματος κανενός, ούτε φυσικά εξ ονόματος του Ωδείου Αθηνών. Η παρούσα μικρή συμβολή, φιλοδοξεί να ρίξει λίγο περισσότερο φως στην εξέλιξη των σπουδών της Μουσικής Τέχνης στη χώρα μας όχι βέβαια σαν ιστορικό σύγγραμμα αλλά σαν μια πρώτη σκιαγράφηση των απαραίτητων λεπτομερειών που οφείλουν να βρεθούν στο τραπέζι οποιασδήποτε φιλόδοξης επιτροπής επιθυμήσει να λύσει τα νομικά κωλύματα αποκατάστασης των τίτλων σπουδών μας στην ανώτατη βαθμίδα εκπαίδευσης της χώρας.
Και εμείς όμως, οι Μουσικοί που έχουμε σπουδάσει, οφείλουμε να τις γνωρίζουμε ξεπερνώντας τον διχασμό και αναγνωρίζοντας την προσφορά κάθε άξιας πρωτοβουλίας που δημιούργησε το οικοδόμημά μας μέχρι σήμερα, από το «έστοντας μικρό λιθαράκι» όπως έγραφε ο Καλομοίρης, μέχρι το θεμελιώδες, το υψηλό και το μεγάλο. Από την «ακαδημαϊκή σεισάχθεια» την οποία ζήτησα στην, φωνή βοώντος εν τη ερήμω, ανοιχτή επιστολή μου, μέχρι την πραγματική αποκατάσταση των σπουδών μας, μεσολαβεί μια ατραπός, αυτή της απομόνωσης όσων κατέχουν ως τεκμήρια συλλογής χάρτου, τίτλους σπουδών που δεν τους αξίζουν. «Αυτοί» -και από «αυτούς» ως ταπεινό κρινόμενο από όλους και όχι ως δήθεν τιμητή δεν εξαιρώ τον εαυτό μου- ας συνεχίσουν να έχουν την σιωπή για τιμωρία- (αν η σιωπή μου έλυνε το πρόβλημα, ας σιωπούσα για πάντα). Αυτήν την άξια ιστορία χωρίς αυτούς, οφείλουμε να υπερασπιστούμε όλοι, γιατί αυτή είναι η Ιστορία όλων μας.
Τα μετά το Ωδείο Αθηνών ιδρύματα (ή προκαταλαμβάνοντας την μεροληψία)
Η παράθεση των τεκμηρίων αυτής της σαφούς πρωτοκαθεδρίας, καθ’ οιονδήποτε τρόπο δεν επιθυμεί, φίλτατε αναγνώστα, να καθοδηγήσει τα συμπεράσματα ή την σκέψη σου. Ουδεμία δε φιλοδοξία έχει να αναλάβει το βάρος υπεράσπισης των λαθών ή να δρέψει, όψιμα και ανάρμοστα, δάφνες επιτυχίας για όσα, άσχημα, ή ευτυχή αντίστοιχα, συνέβησαν στο ταξίδι του ιδρύματος από την εποχή της ίδρυσής του μέχρι σήμερα. Είναι ασφαλές να αναστοχαστούμε απέναντι όχι μόνο στα πολιτικοοικονομικά λάθη, αλλά και στις αναγκαιότητες του τότε ελληνικού κράτους που χάραξαν ανεξίτηλα την Ιστορία. Χρειάζεται να παραλληλίσουμε την θεμελιώδη αναγκαιότητα ίδρυσης του Ωδείου Αθηνών, με την θεμελιώδη ίδρυση του Ελληνικού Πανεπιστημίου, ώστε να αποτιμήσουμε, καθαρά και με διαύγεια, όλα τα βήματα που η ιστορία, μέχρι τις μέρες μας, κατέγραψε. Αυτό κατ’ ουσίαν σημαίνει πως, ακολουθώντας τις ζυμώσεις που καθόρισαν την Παιδεία της χώρας μας -στην οποία πρωτοστάτησαν πρόσωπα που οφείλουμε να τιμούμε- αλλά και την αναγκαιότητα διάδοσης, επέκτασης και αποκέντρωσης των μουσικών σπουδών που επέβαλε η ανάπτυξη του Ελληνικού Κράτους,
η δημιουργία νέων ιδρυμάτων μετά το Ωδείον Αθηνών αλλά και ο ανταγωνισμός που η κίνηση αυτή αναπόφευκτα επέφερε, δεν μείωσε ούτε το βάρος, ούτε τη σοβαρότητα αλλά ούτε και την προσφορά του καθενός από αυτά στην Ιστορία των Μουσικών Σπουδών ως Παραστατική Πράξη στη χώρα μας.
Προσωπικότητες υψηλού κύρους όχι μόνο για την χώρα μας αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη, οι οποίες σπούδασαν εδώ -και κυρίως εδώ- υπογράφουν με την ίδια τους τη ζωή, την προσφορά τους στην ιστορία. Ειδικότερες έρευνες που ελπίζουμε να διεξαχθούν στο μέλλον, θα εξετάσουν και θα αναδείξουν αυτήν την προσφορά. Το πλαίσιο όμως μέσα στο οποίο η προσφορά αυτή κατεγράφη, περιγράφεται, συνοπτικά μόνο, στο κείμενο που ακολουθεί. Ας το δούμε λοιπόν. Ας
Η «αναγνώριση από το κράτος»
Το τοπίο της Μουσικής Παιδείας στα τέλη του 19ου αιώνα, χαρακτηρίζεται από την καθοριστική επιρροή του Ωδείου Αθηνών, και ιδιαίτερα μετά την επιτυχή αναδιοργάνωσή του από τον καθηγητή και διευθυντή του Γεώργιο Νάζο, ο οποίος ανέλαβε την ευθύνη 20 σχεδόν χρόνια μετά την ίδρυσή του. Η σκληρή κριτική που δέχτηκε για πολλά χρόνια μετά την αναδιοργάνωσή του φαίνεται να οδηγεί την έρευνα στο ασφαλές συμπέρασμα πως κανένας άλλος τομέας σπουδών στην Ελλάδα δεν απασχόλησε τόσο έντονα, και για τόσο μεγάλο διάστημα, την κοινή γνώμη όσο η απόδοση του Ωδείου Αθηνών. Οι υψηλοί στόχοι του Ωδείου αλλά και το τεράστιο κενό Μουσικής Έρευνας και Παιδείας που κλήθηκε να αναπληρώσει, ήταν ιλιγγιώδεις ακόμα και για εκείνη την πρώιμη εποχή. Το διαρκές και πάγιο αίτημα για την δημιουργία Εθνικής Σχολής, η δημιουργία μόνιμου Ελληνικού Μελοδράματος, η έρευνα ταυτότητας και αποκατάστασης της Ελληνικής Μουσικής έναντι των ξένων σχολών, η μελέτη της σχέσης της με την απέραντη Βυζαντινή παράδοση και τον Αρχαίο κόσμο, η πιστή διάσωση του ελληνικού μουσικού πολιτισμού που χωρίς καταγραφή χανόταν, η φροντίδα τόσο για την ενθάρρυνση δημιουργίας νέας ελληνικής εργογραφίας όσο και για την ανάδειξη της υπάρχουσας, ήταν μόνο λίγες από τις ευθύνες που το Ωδείο Αθηνών ανέλαβε ως υποχρεωτικό καθήκον της ύπαρξής του.
Με δέος διαπιστώνουμε σήμερα ότι απέναντι σε εκείνες τις προκλήσεις, παρά τα πλήγματα, τις αντιξοότητες, τις κακόβουλες συγκρούσεις αλλά και τις γόνιμες αμφισβητήσεις κορυφαίων προσωπικοτήτων της ελληνικής λόγιας μουσικής, που χάραξαν την Εθνική μας Σχολή, το Ωδείο Αθηνών ανταποκρίθηκε επιτυχώς και με ευθύνη όχι τοπική, αθηναϊκή, αλλά εθνική. Και ανταποκρίθηκε επιτυχώς, σε όλες, και πέρα από τις αρχικές του προσδοκίες. Ο δεύτερος τόμος της Ιστορίας της Μουσικής στη Νεώτερη Ελλάδα, θα αποδείξει περίτρανα ότι η θεμέλια λίθος όλων των παραπάνω αναγκαιοτήτων, ετέθη, και το οικοδόμημα της συστηματικής Μουσικής Παιδείας στην Ελλάδα, ξεκίνησε να χτίζεται αποδίδοντας σημαντικούς και ανεξίτηλους καρπούς μέχρι το τέλος του Πρώτου Μεγάλου (Παγκοσμίου) Πολέμου.
Η ανάλυση και ο πρώτος κανονισμός του Μουσικού και Δραματικού Συλλόγου το 1871
όπως φυλάσσεται στο ψηφιακό αποθετήριο της Ανέμης εδώ
Ακούστε ολόκληρο το βιβλίο σε ψηφιακό αφήγημα εδώ
Στην έκδοση του Μουσικού και Δραματικού Συλλόγου (ΜΔΣΩΑ), μπορείς να διαβάσεις ο ίδιος, φίλτατε αναγνώστα, όχι μόνο τους υψηλούς στόχους του ιδρύματος αλλά και τον εθνικό χαρακτήρα της αποστολής του. Αντιγράφω ενδεικτικά σε μονοτονικό τα σημεία που αποδεικνύουν όσα έχω γράψει μέχρι τώρα:
[…]«αι εθνικαί αυταί ανάγκαι δεν ανήκουσιν μόνον εις την εν Αθήναις, ή την εν τη αυτονόμω Ελλάδι κοινωνίαν, αλλ’ είναι ομολογουμένως επαισθηταί εις άπαν το πανελλήνιον, όπερ δικαίως την θεραπείαν αυτών παρ’ ημών προσδοκά ̇ διότι οι αγώνες και αι θυσίαι αυτού παρεσκεύασαν ημίν πλείονα τα πολιτικά, τα κοινωνικά και τα ηθικά μέσα».
Και συνεχίζει
«Ο ενταύθα προ ολίγου συστάς μουσικός και δραματικός Σύλλογος, εις το σπουδαίον των προεκτεθεισών εθνικών αναγκών αποβλέπων και εις το κατεπείγον της θεραπείας αυτών είναι πρόθυμος να καταβάλη πάσαν σπουδήν υπέρ των εθνικών τούτων συμφερόντων, εις ευόδωσιν του εθνωφελούς αυτού έργου, πεποιθώς εις την αρωγήν της Ελληνικής Κυβερνήσεως και προ πάντων εις την συνδρομήν των απανταχού φιλομούσων ομογενών.
Όθεν κατά τον επιτασσόμενον διοργανισμόν αυτού προτίθεται την όσον ένεστι τάχιον σύστασιν Ωδείου (conservatoire), ήτοι σχολής μουσικής και δραματικής, εν ή ήθελε διδάσκεσθαι η ωδική, η οργανική μουσική και η απαγγελία μετά συντελεστικών αυταίς μαθημάτων, κατ’ ολίγων εισαγομένων».
Και αυτό ακριβώς έκανε. Όμως το έργο του δεν είναι να παρέχει μόνο παιδεία καλλιτεχνική. Το κράτος θα ωφεληθεί άμεσα αφού από αυτό θα επιμορφώνονται δάσκαλοι, άντρες και γυναίκες - σημαντική πληροφορία για την εποχή - για να υπηρετήσουν στα δημόσια σχολεία όχι μόνο του κράτους αλλά και του, ακόμα κατεχόμενου, ελληνισμού εκτός των συνόρων. Γι’ αυτό χρειάζεται να επισπευσθεί η παραχώρηση του κτιρίου του Σχολείου των Τεχνών [η, σαράντα χρόνια μετά επονομαζόμενη, ΑΣΚΤ] από την Ελληνική Κυβέρνηση ώστε οι διαδικασίες να προχωρήσουν γρήγορα:
«Επί τούτω δε παρεχωρήθη ήδη ημίν υπό της Κυβερνήσεως λίαν ευρύχωρος και κατάλληλος οικοδομή. Πεπείσμεθα δε ότι θέλομεν δυνηθή να παράσχωμεν εις την Κυβέρνησιν τα μέσα του να εφαρμόση την όντως σοφήν διάταξιν του περί δημοτικών [εννοεί δημοσίων] σχολείων νόμου, καθ’ ήν οι διδάσκαλοι του λαού οφείλουσι, στοιχειούμενοι αυτοί εις την ωδικήν, να διδάσκωσιν αυτήν εν τοις σχολείοις. Όθεν ελπίζομεν, ότι οι διδάσκαλοι αμφοτέρων των φύλων, της στοιχειώδους προ πάντων εκπαιδεύσεως, εν τακταίς ώραις και ιδία εκάτεροι, θέλουσι διδάσκεσθαι εν τω ημετέρω ωδείω, δια μεθόδου απλής, ευπορίστου και δι’ όσον ένεστιν ολιγοχρόνίου μαθητείας, την ωδικήν, επί το σκοπώ του να εισαχθή δι’ αυτών και κατ’ ολίγον εις πάντα τα στοιχειώδη σχολεία των έσω και, ως ευχόμεθα, των έξω ελληνικών κοινοτήτων. [..]»
Ερώτηση:
Ο ΜΔΣΩΑ είχε την κυβερνητική εντολή να το κάνει;
Απάντηση : Δεν είχε απλώς την κυβερνητική (Πρωθυπουργική και Υπουργική) εντολή να το κάνει, είχε την διαταγή του ανώτατου πολιτειακού άρχοντα της χώρας:
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α΄
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Προτάσει του Ημετέρου επί των Εσωτερικών Υπουργού απεφασίσαμεν και διατάττομεν:
1. Εγκρίνομεν την εν Αθήναις σύστασιν Συλλόγου Μουσικού και Δραματικού και επικυρούμεν τον από 15 'Ιουλίου τ.ε. διοργανισμόν αυτού.
2. Επιτρέπομεν εις το Διοικητικόν Συμβούλιον του ειρημένου Συλλόγου να προκαλέση πρός επίτευξιν του σκοπού αυτού την συλλογήν συνδρομών εντός καί εκτός του Κράτους.
3. Δια την υπηρεσίαν του Συλλόγου και την διδασκαλίαν της μουσικής και των δραμάτων τίθεμεν ες την διάθεσιν αυτού την ως κατάστημα της Σχολής των Τεχνών χρησιμεύουσαν ήδη δημοσίαν οικοδομήν μετά των παραρτημάτων αυτής, άμα τη μεταφορά της Σχολής εν τω νέω Πολυτεχνείω.
Ο Ημέτερος επί των Εσωτερικών Υπουργός δημοσιεύσει και εκτελέσει το παρόν Διάταγμα.
Εν Αθήναις τή 2 Οκτωβρίου 1871
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α'
Η παραπάνω επιστολή του τότε ανώτατου πολιτειακού άρχοντα με ημερομηνία 2 Οκτωβρίου 1871 δίνει εντολή απ’ ευθείας στον Υπουργό (και Πρωθυπουργό της χώρας) Α. Κουμουνδούρο να εκτελέσει το διάταγμα. Δυο ακριβώς μέρες αργότερα, ο Υπουργός Εσωτερικών (και Πρωθυπουργός της χώρας) Α. Κουμουνδούρος εκτελεί κατά γράμμα την πολιτειακή εντολή, επισημοποιώντας τόσο την παραχώρηση του κτιρίου όσο και την απαραίτητη κρατική οικονομική συμβολή για την λειτουργία του.
Αξίζει να σταθούμε στις παρακάτω διαπιστώσεις:
Το έγγραφο του Υπουργείου Εσωτερικών με την υπογραφή του Υπουργού και Πρωθυπουργού Αλ. Κουμουνδούρου
Στίξτε για μεγέθυνση
(Βλ. Μουσικός και Δραματικός Σύλλογος, Ωδείον Αθηνών 1871, Λεπτομερής Έκθεσις – Ετήσια, τεύχος οποιουδήποτε έτους 1988-2002)
Ερώτηση:
Γιατί η εισήγηση πραγματοποιείται από το Υπουργείο Εσωτερικών ;
Απάντηση:
Γιατί αυτό το υπουργείο είχε την ευθύνη δημιουργίας των κτιρίων που θα στέγαζαν τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας. Από πού φαίνεται αυτό; Από την αντίστοιχη πρωτοβουλία ίδρυσης του Σχολείου των Τεχνών το 1837:
(Βλ. Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, 6 Νοεμβρίου 1837)
Αλλά και την μεταρρύθμιση του Σχολείου των Τεχνών το 1863:
(Βλ. Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, 14 Σεπτεμβρίου 1863)
Όπως είναι φανερό, το Υπουργείο των Εσωτερικών («Επί των Εσωτερικών Γραμματεία» της Οθωνικής πρό Συντάγματος περιόδου) πρωτοστατεί στον κανονισμό λειτουργίας του με ειδικά θεσπίσματα που έλαβαν χώρα το 1843 και το αναδιοργανωτικό του 1863 (Βλ. Μανσόλας Αλέξανδρος, Πολιτειογραφικαί πληροφορίαι περί Ελλάδος, 1867). Σε όλα το Υπ. Εσωτερικών έχει την πρωτοκαθεδρία.
Όπως ακριβώς λοιπόν και για το Σχολείον των Τεχνών, ή «Πολυτεχνικόν» σχολείον, τμήμα του οποίου μετέπειτα αυτονομήθηκε σε ΑΣΚΤ, έτσι και για το Ωδείο Αθηνών το αρμόδιο υπουργείο είναι το «Εσωτερικών». Ας σταθούμε όμως λίγο στο έγγραφο προς τον ΜΔΣΩΑ στην δεύτερη απόφαση/διαταγή : «Επιτρέπομεν εις το Διοικητικόν Συμβούλιον του ειρημένου Συλλόγου να προκαλέση πρός επίτευξιν του σκοπού αυτού την συλλογήν συνδρομών εντός καί εκτός του Κράτους.» και ας παρατηρήσουμε την λέξη: «Επιτρέπομεν…» . Γιατί «επιτρέπομεν»; «Επιτρέπομεν» διότι το παραχωρημένο κτίριο της οδού Πειραιώς είναι κρατικό οίκημα. Όλες οι αρμοδιότητες για την ανάπτυξη Σχολείου Παραστατικών Τεχνών, όπως θα περιμέναμε να λεγόταν, θα ήταν αρμοδιότητα του κράτους αν διέθετε τα οικονομικά μέσα να το υποστηρίξει. Η παραχώρηση του κτιρίου σε Σύλλογο υψηλά ισταμένων προσωπικοτήτων, συνιστούσε την παραχώρηση κρατικών υποχρεώσεων στον ΜΔΣΩΑ. Η πολιτεία -ο Γεώργιος ο Α΄, αυτός ήταν η πολιτεία- επιτρέπει την εύρεση χρηματικών πόρων εντός και εκτός του κράτους (!) ώστε μαζί με την συνδρομή του ίδιου του κράτους, να φέρει εις πέρας την αποστολή του για την αναγκαιότητα της οποίας η πολιτεία είναι απολύτως πεπεισμένη. Και επειδή είναι απολύτως πεπεισμένη διατάσσει την παραχώρηση του κτιρίου με την αναγκαία μετασκευή του, για να εξυπηρετήσει τους υψηλούς διδακτικούς του στόχους αλλά και αναγκαίο επίδομα (όπως αναφέρει ο ΥΠ.ΕΣ) για να το βοηθά, μαζί με τους ευεργέτες.
Γιατί η πολιτεία δεν κίνησε αποκλειστικά δημόσια κονδύλια για την ίδρυση ενός Σχολείου των Παραστατικών Τεχνών;
Απαντήσεις:
1) Επειδή αυτή δεν ήταν η πολιτική θεμελίωσης Μουσικοδραματικής Σχολής πουθενά στην Ευρώπη. Καμμιά μουσικοδραματική πρωτοβουλία μέχρις εκείνη την εποχή δεν είχε αφετηρία το ίδιο το κράτος ή, τουλάχιστον, αμιγώς μόνο το κράτος.
2 ) Επειδή η ανάγκη ύπαρξης Μουσικοδραματικής Σχολής δεν είναι καθόλου θεμελιώδης σε σχέση με την ανάγκη ύπαρξης Σχολής αρχιτεκτόνων, πολεοδόμων και μηχανικών. Αυτές είναι οι ειδικότητες στις οποίες στηρίζεται η δημιουργία του ίδιου του κράτους. Ας μην ξεχνάμε ότι είμαστε μόλις λίγες δεκαετίες μετά την Επανάσταση όπου δεν υπήρχε όχι Μουσική παιδεία, αλλά πέτρα πάνω στη πέτρα. (Η μετέπειτα «ΑΣΚΤ» είναι μόλις το τρίτο από τα τμήματα, το οποίο ονομάστηκε «Καλλιτεχνικόν», ενός και μόνο σχολείου, του Σχολείου των Τεχνών. Τα άλλα δυο ήταν το «Κυριακόν» και το «Καθημερινόν» με μαθήματα όπως «οικοδομική», «σιδηρουργία», «στατική», «αρχιτεκτονική και οικονομική», «μηχανοτεχνία», «χημοτεχνία», «πρακτική γεωμετρία» κ.α.
3) Επειδή οι οικονομικές ανάγκες λειτουργίας ενός Ωδείου όχι απλώς δεν είναι ανάλογες ενός «καλλιτεχνικού» τμήματος του Σχολείου των Τεχνών αλλά εκθετικά -πολλαπλάσιες. Τα ακριβότερα ίσως υλικά που φαντάζομαι θα έπρεπε να διαθέτει στους μαθητές του το «Καλλιτεχνικόν» τμήμα ίσως ήταν: μάρμαρο, εργαλεία, χρωστήρες, χρώματα και καμβάδες. Οι ανάγκες ενός Ωδείου είναι ασύγκριτα περισσότερες: χωριστές, ειδικές και πολλές αίθουσες διδασκαλίας, μεγάλη αίθουσα συναυλιών, σκηνική υποδομή, πληκτροφόρα (από χρηστικά αρμόνια για τον σολφισμό μέχρι ακριβά πιάνα με ουρά), έγχορδα και πνευστά (από όλες τις οικογένειες οργάνων και όχι ένα για δείγμα αλλά πολλά για χρήση από πολλούς, ας αφήσουμε τα κρουστά), επιστασία, ξεχωριστή διοικητική υπηρεσία, μισθοδοσία για πολλούς και διαφορετικών ειδικοτήτων καθηγητές κ.α. Στην αντίληψη των ιθυνόντων της εποχής όλα αυτά ήταν αδύνατον να καλυφθούν επαρκώς μόνο από το κράτος. Το βήμα όμως έπρεπε να γίνει.
2η Διαπίστωση
Ο ΜΔΣΩΑ έχει στόχο εθνικό, στοχεύοντας μάλιστα στον «λαό», επιμορφώνοντας εκπαιδευτικούς για τα δημόσια σχολεία. Οι απόφοιτοι της «Ωδικής», μια πρώιμη τάξη Σολφισμού, θα ήταν οι απόστολοι που θα συνέδεαν τον απλό λαό με την υψηλή τέχνη της Μουσικής. Αυτοί θα στέλνονταν σε ολόκληρη την Ελλάδα, ψάχνοντας τους επόμενους μουσικούς αστέρες οι οποίοι θα ενθαρρύνονταν να σπουδάσουν Μουσική στο «Ωδείον». Η ονομασία «Ωδείον» δόθηκε προφανώς για να συνδέσει το αρχαιοελληνικό πνεύμα με την Μουσική Παιδεία του αναγεννημένου έθνους. Την λέξη αυτή ως «Odeon» διαφήμιζε ο Ευρυσθένης Γκίζας όταν έδινε συνεντεύξεις το 1887, στις οποίες αυστριακοί δημοσιογράφοι θα τον ρωτούσαν: «Πού σπουδάσατε πριν έρθετε στην Βιέννη;». (Βλ. τεύχος 5 του Νέου Μουσικού Ελληνομνήμονα σελ. 22, 25).
3η Διαπίστωση
Ο ΜΔΣΩΑ είναι το πρώτο και μοναδικό ίδρυμα το οποίο παραλαμβάνει κρατικό οίκημα για την ύπαρξή του γι' αυτόν τον σκοπό. Το οίκημα αυτό, παρά το ότι παρεχωρήθη, διατίθεται στο Ωδείο ως αυτόνομο και όχι ως συστέγαση με άλλο ίδρυμα, όπως συμβαίνει με το «Καλλιτεχνικόν σχολείον» το οποίο συστεγάζεται με το Σχολείο των Τεχνών ως τμήμα του, και το οποίο (Καλλιτεχνικό) με τη σειρά του, αργότερα, αυτονομήθηκε ως ΑΣΚΤ. Η ιστορία μεταστέγασης του Ωδείου Αθηνών σε κτίριο που να ανταποκρίνεται των υψηλών του στόχων δεν υπήρξε υπόθεση της δεκαπενταετίας 1959-1974 με τον Ιωάννη Δεσποτόπουλο (1903-1992). Οι ανάγκες δημιουργίας ενός μεγάρου αντάξιου της Ιστορίας της Ελληνικής Μουσικής, το οποίο θα μεταστέγαζε το Ωδείο Αθηνών, χρονολογούνται λίγα μόνο χρόνια μετά την ίδρυσή του. Αν ο πόλεμος δεν έκοβε βίαια τις, αδικαιολόγητα πολυετείς δυστυχώς, διαβουλεύσεις για την ανέγερσή του, η Ελλάδα θα διέθετε αυτό το κτίριο πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα σχέδια που δημοσιεύτηκαν μόλις λίγους μήνες πριν τον τορπιλισμό της «Έλλης» κόβουν την ανάσα (Βλ. περιοδικό Τεχνικά Χρονικά τεύχος 200-201 Άνοιξη του 1940, Αρχείο Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος). Αναλύσεις των σχεδίων προτάσεων των αρχιτεκτόνων για πάνω από μισό αιώνα μέχρι το σημερινό κτίριο του ακαδημαϊκού Δεσποτόπουλου, βρίσκονται στο τεύχος 7 του Νέου Μουσικού Ελληνομνήμονα. (Βλ. Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη – Μαρία Δανιήλ, «Μουσικὴν ποίει καὶ εὐφραίνου». Οι περιπέτειες στέγασης του Ωδείου Αθηνών, ΝΜΕ τεύχος 7 σελ. 20)
Οι πρώτοι απόφοιτοι στην Ελλάδα, ή μια απόπειρα ιστορικού περιγράμματος υψηλής μουσικής παιδείας μέχρι το μεσοπόλεμο
Ο λόγος που το Ωδείο Αθηνών συγκέντρωνε πύρινη κριτική εκείνη την εποχή, ήταν γιατί αδιαμφισβήτητα συγκέντρωνε τόσο τους καθηγητές όσο και την κοινωνικοπολιτική αναγνώριση, άρα αυτόχρημα και την θεσμική διαπίστευση, να πραγματευθεί, να οργανώσει και να κατευθύνει το μέλλον της Μουσικής στην Ελλάδα. Κανένα άλλο ίδρυμα δεν συγκέντρωνε στους κόλπους του το κατάλληλο δυναμικό για να μπορέσει να υποσχεθεί θεσμικά στην κοινωνία της εποχής του, την ευόδωση των προσδοκιών της. Ποιοί όμως θα ήταν εκείνοι που θα έφεραν αυτήν την παρακαταθήκη και πώς αυτό θα αποδεικνυόταν εγγράφως ως «πιστοποίηση»; Το «Δίπλωμα» αποφοίτησης θα σήμαινε ακριβώς αυτήν διαπίστευση: ότι ο απόφοιτός μας γνωρίζει όσα γνωρίζουμε και εμείς οι καθηγητές του. Λογίζεται δε ως συνάδελφός μας καθόλα άξιος.
Ποιά όμως είναι η έννοια του Διπλώματος για την ελληνική κοινωνία πέρα από την αναγραφή των μαθημάτων και των βαθμών; Την απάντηση μας την δίνει έξοχα το ακόλουθο δημοσίευμα της «Νέας Εφημερίδας» της 28ης Μαΐου 1893, έναν δηλαδή χρόνο πριν το Ωδείο Αθηνών απονείμει το πρώτο «Δίπλωμα» Σπουδών στην ιστορία του:
«[…] Το δίπλωμα του Ωδείου διδόμενον θα σημαίνη την τελειοποίησιν, όπως ενόει αυτό ο Λίστ να παρέχει εις όσους δύνανται να κληθώσι μουσικοί και όχι μαθηταί της μουσικής […]».
Οι πρώτοι ανώτατοι τίτλοι σπουδών Μουσικής στην Ελλάδα ως αποτέλεσμα συστηματικής εκπαίδευσης, απονέμονται μετά από τετραετή κύκλο σπουδών, κατά την προ-αναδιοργανώσεως περίοδο 1873-1890, στο Ωδείο Αθηνών. Οι δυο από τους πρώτους και διασημότερους αποφοίτους του Ωδείου Αθηνών υπήρξαν ο συνθέτης Σπύρος Σαμάρας (1861-1917) και ο φλαουτίστας Ευρυσθένης Γκίζας (1864-1902). Η διεθνής σταδιοδρομία και των δυο, σήκωσε το βάρος της αναγνώρισης του Ωδείου Αθηνών, εκτός των ελληνικών συνόρων. Η μετέπειτα όμως αναδιοργάνωση των σπουδών από τον Γεώργιο Νάζο, από το 1890-91 και εντεύθεν, ορίζει νέα δεδομένα συστηματικής μουσικής παιδείας στην Ελλάδα. Ο πρώτος τίτλος με την ονομασία : «Δίπλωμα» (όχι «Πτυχίο»), απονέμεται για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας μας στο Ωδείο Αθηνών, και μάλιστα σε μια γυναίκα. ΄Ετσι από την Σχολή Κλειδοκυμβάλου του Ωδείου Αθηνών αποφοίτησε, πρώτη με αυτόν τον τίτλο και μετέπειτα καθηγήτρια στο ίδιο ίδρυμα, η Εύφη Εμπεδοκλέους το 1894.
Τέσσερα Διπλώματα μετά, απονεμήθηκαν σε ισάριθμες γυναίκες από την ίδια Σχολή, μέχρι τον πρώτο άντρα που αποφοίτησε με τον ομώνυμο τίτλο από την Σχολή Τετραχόρδου, το 1898, ύστερα από 7ετή κύκλο σπουδών. (Βλ. σχετικά Ιστορικό Αρχείο Ωδείου Αθηνών/Εκπαιδευτικά-Καλλιτεχνικά/Πτυχία-Διπλώματα). Ο βιολιστής αυτός, δεν ήταν άλλος από τον Αλέξανδρο Καζαντζή (1880-1976), ο οποίος θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη συνέχεια. Αρκετοί άλλοι φοιτούσαν την ίδια εποχή μαζί με όλους αυτούς σε διάφορες τάξεις. Είμαστε στην εποχή όπου τίτλο σπουδών δεν λαμβάνουν ανεξαιρέτως όλοι οι σπουδαστές ενώ η εγκατάλειψη των σπουδών για διάφορους λόγους δεν ήταν, όπως δεν είναι και σήμερα, σπάνιο φαινόμενο. Η απονομή τίτλου σπουδών ωστόσο, σε όσους επιτυχώς ολοκληρώνουν το πρόγραμμα σπουδών, συνοδεύει την υπόσχεση όχι μόνο να ακολουθήσουν αποφασιστικά την Μουσική στη ζωή τους αλλά και να εκπροσωπούν τα ιδεώδη και την παρακαταθήκη του ιδρύματος. Μετά τον Ευρυσθένη Γκίζα, ο Αλέξανδρος Καζαντζής υπήρξε χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αφοσίωσης (Βλ. σχετικά Στέλλα Κουρμπανά, «Το Ωδείον Αθηνών και η θεμελίωση της μουσικής παιδείας στην Ελλάδα», Νέος Μουσικός Ελληνομνήμων 10 , 2021, σ. 79-100).
Οι ρήξεις στο συμβούλιο Καθηγητών του Ωδείου Αθηνών και οι νέες Σχολές
Από την εκπνοή του 19ου αιώνα μέχρι και τον μεσοπόλεμο, νέες Σχολές και Ιδρύματα κάνουν την εμφάνισή τους ακολουθώντας, όχι μόνο ως προς την ίδρυση αλλά και ως προς την λειτουργία, το πρότυπο του Ωδείου Αθηνών. Είναι ωστόσο λυπηρό ότι μέχρι σήμερα, δεν έχουμε μεγεθύνει το γεγονός ότι η ίδρυση των ιδρυμάτων μετά το Ωδείο Αθηνών, με εξαίρεση το Ωδείο Κερκύρας όπως θα δούμε παρακάτω, έλαβε χώρα ως λογικό επακόλουθο διαφωνιών ανάμεσα στα μέλη των καθηγητικών συμβουλίων. Αυτό συνέβη τόσο στο Ωδείο Αθηνών όσο και στα δυο επόμενα ιδρύματα που ακολούθησαν. Η ανάλυση των συνθηκών κάτω από τις οποίες η συνοχή των καθηγητών του πρώτου ιδρύματος που θεμελίωσε τις Παραστατικές Σπουδές στην Ελλάδα διαταράχτηκε, οδηγώντας στις καθοριστικές ρήξεις που ακολούθησαν από την εκπνοή του 19ου αι. μέχρι και το μεσοπόλεμο, αποτελεί κεφάλαιο της υπό έκδοση «Ιστορίας της Μουσικής στη Νεώτερη Ελλάδα». Στα Επτάνησα, αλλά και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, οι ζυμώσεις στην Μουσική Παιδεία έχουν ξεκινήσει πριν την Ένωση με το Ελληνικό Κράτος όπως ενδεικτικά με την Φιλαρμονική Ζακυνθίων (1816), Φιλαρμονική Εταιρεία Κερκύρας (1840), την Φιλαρμονική Εταιρεία Λευκάδας (1850). Ακολουθούν, μετά την Ένωση, η Φιλαρμονική Εταιρεία Μάντζαρος (1890) και αργότερα ο Ωδικός Σύλλογος Κερκύρας (1894) -μετέπειτα Ωδείο Κερκύρας (1899).
Το πρώτο Ωδείο μετά το … Ωδείο
Στο Ιστορικό Αρχείο του Ωδείου Αθηνών, (Βλ. σχετικά: Ιστορικό Αρχείο Ωδείου Αθηνών/Διοικητικά/Αλληλογραφία-Έγγραφα, Φάκελος Εισερχομένων, Αυγούστου 1894), σώζονται δυο επιστολές προς τον τότε πρόεδρο του Μουσικού και Δραματικού Συλλόγου Κωνσταντίνο Κωστή από τον Ωδικό Σύλλογο Κερκύρας. Δεν θα επεκταθώ αναλύοντας ιδιαίτερα το περιεχόμενο καθώς η παρούσα ανάρτηση δεν επέχει θέση εμπεριστατωμένης έρευνας. Οι λεπτομέρειες της αναγκαίας μακροσκοπικής θεώρησης θα αναλυθούν καταλλήλως στον δεύτερο τόμο της Ιστορίας της Μουσικής στη Νεώτερη Ελλάδα. Το περιεχόμενο ωστόσο της πρώτης επιστολής δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια αίτηση παροχής τεχνογνωσίας ως προς την σύσταση, οργάνωση και λειτουργία Ωδείου, από το Ωδείο Αθηνών προς τον Κερκυραϊκό αυτό σύλλογο.
Το Ωδείο Αθηνών φαίνεται να ανταποκρίθηκε αστραπιαία, καθώς λίγες μέρες μετά ακολουθεί η ευχαριστήριος επιστολή παραλαβής του φακέλου. Το εγκάρδιο κλίμα ευγνωμοσύνης και αγαστής συνεργασίας ανάμεσα στο Ωδείο Αθηνών και το, εν δυνάμει, αδελφό και, γιατί όχι «ανταγωνιστικό», ίδρυμα, όχι μόνο διάθεση αντιπαλότητας δεν προδίδει, αλλά, αντιθέτως, η επικοινωνία διεξάγεται με διάθεση πανηγυρική καθώς ο αέρας ανανέωσης και απόδοσης που υποσχέθηκε η αναδιοργάνωση του Γ. Νάζου (1862-1934), φτάνει στο νησί που περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, θα ενδιαφερόταν να παρέχει μουσική εκπαίδευση αιχμής στους νέους του.
Οι εργασίες του ιστορικού Ωδικού Συλλόγου Κερκύρας φαίνεται να αποδίδουν πέντε χρόνια αργότερα, το 1899 όταν το Ωδείο Κερκύρας ανοίγει τις πόρτες του. Την ίδια ακριβώς εποχή, σημειώνεται και η πρώτη ρήξη στο δυναμικό των καθηγητών του Ωδείου Αθηνών. Η ρήξη αυτή θα οδηγήσει στην ίδρυση του επόμενου Ωδείου για το οποίο δεν θα χρειαστεί τεχνογνωσία καθώς διευθύντριά του θα γινόταν μια από τις καθηγήτριες του δυναμικού του.
Η «πρώτη ρήξη» στο Ωδείο Αθηνών και η «Μουσική Σχολή» (μετέπειτα Ωδείο) «Λόττνερ»
Πρωταγωνίστρια της πρώτης ρήξης στην ιστορία υπήρξε η κορυφαία πιανίστα Λίνα φον Λόττνερ (1852-1934). Μετά την παραίτησή της από το Ωδείο Αθηνών το 1899, η Λόττνερ υπήρξε ίσως η πρώτη γυναίκα στην Ευρώπη η οποία, οραματίστηκε την δημιουργία ενός αυτόνομου Ωδείου, του δεύτερου στην Αθήνα, του τρίτου στην Ελλάδα αλλά ίσως του πρώτου μουσικοεκπαιδευτικού οργανισμού με επικεφαλής γυναίκα στην Ευρώπη. (Επρόκειτο για το «αντι-Ωδείον», όπως κατεγράφη αργότερα σε επιστολές των καθηγητών του Ωδείου Αθηνών). Και μόνο ίσως γι' αυτήν της την πρωτοβουλία αλλά και το κουράγιο των συνεργατών της, θα οφείλαμε να την θυμόμαστε.
Με τα μάτια της Ισμήνης
Στα απομνημονεύματά της Ισμήνης Γκρόμαν, (Βλ. Ismene Grohmann, Die Grohmänner und ihre Vorfahren. Schicksale und Lebenswege, «Οι μεγάλοι άνδρες και οι πρόγονοί τους. πεπρωμένα και δρόμοι ζωής», ιδιωτική έκδοση, Ερφούρτη 1968. Αντίτυπο φέρει το Ιστορικό Αρχείο του Ωδείου Αθηνών κατά παραχώρηση της οικογένειας), η οποία έζησε από κοντά ως συγγενής στο ίδιο σπίτι με την Λίνα φον Λόττνερ, μαθαίνουμε πως ένα στοιχείο της αντιπαράθεσης με το Ωδείο Αθηνών, το οποίο η Λόττνερ έπρεπε να αντιμετωπίσει, ήταν και η επίσημη κρατική αναγνώριση των Διπλωμάτων του, την οποία το Ωδείο Αθηνών διέθετε εκ θεμελίων. Έτσι λίγο μετά την ίδρυση του Ωδείου Λόττνερ, αποφασίστηκε και σε συνεργασία με τον Κλεάνθη και Αριστόβουλο Ζάννο, πατέρα και θείο της Ισμήνης Γκρόμαν αντίστοιχα, η ίδρυση του «Μουσικού Συλλόγου Απόλλων» ώστε κατά αντιστοιχία με το Ωδείο Αθηνών, να πλαισίωσει τον ιδρυματικό χαρακτήρα του Ωδείου Λόττνερ σε παραλληλισμό με τον ανταγωνιστικό «Μουσικό και Δραματικό Σύλλογο» του Ωδείου Αθηνών.
Η διαφορά με το Ωδείο Αθηνών
Η διαφορά φυσικά των δυο περιπτώσεων είναι εμφανής. Στην περίπτωση του Ωδείου Αθηνών, το ίδιο το κράτος είχε επισήμως αναθέσει την ευθύνη ίδρυσης και λειτουργίας μουσικοεκπαιδευτικού ιδρύματος, εικοσιοχτώ χρόνια νωρίτερα. Η πολιτική επιρροή των μελών του «Μουσικού Συλλόγου Απόλλων» δεν θα δυσκολεύτηκε να αποσπάσει, όπως ήταν αναμενόμενο για την εποχή, την αναγνώριση των Διπλωμάτων του. Έτσι ξεκίνησε και εξελίχθηκε, επιβιώνοντας μέχρι σήμερα, η «αναγνώριση από το κράτος». Μετά από μια περιπετειώδη σειρά αναγκαίων μεταστεγάσεων, το Ωδείο της Λόττνερ εγκαταστάθηκε τελικά στην οδό Φειδίου 3. Η εξέλιξη του Ωδείου δεν υπήρξε η αναμενόμενη. Η Λόττνερ προσπάθησε και κατάφερε, παρά τις αντιξοότητες, να διατηρήσει το όραμα και το έργο της, μέχρι την επόμενη ρήξη του συμβουλίου καθηγητών του Ωδείου Αθηνών, σχεδόν 20 χρόνια μετά την δική της.
\\
Το Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης
Με το Ωδείο Θεσσαλονίκης το 1914-15, η κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου, εν μέσω θυελλώδους πολιτικής κρίσης, επιζητά να πρωτοστατήσει και στην δημιουργία εύρωστου ιδρύματος παραστατικής παιδείας για τα απελευθερωμένα εδάφη. Την λύση στο ερώτημα ποιός θα μπορούσε να ηγηθεί αυτής της κομβικής αποστολής, της δημιουργίας δηλαδή ιδρύματος το οποίο πολιτισμικά θα ολοκλήρωνε την ελληνική κυριαρχία στην ελεύθερη πλέον Μακεδονία, βρέθηκε στο πρόσωπο του πολλά υποσχόμενου πρώτου άνδρα Διπλωματούχου του Ωδείου Αθηνών, Αλέξανδρου Καζαντζή. Ευνοημένος από το Ωδείο Αθηνών ο πρωτοπόρος εκείνος απόφοιτος, εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να δημιουργήσει το νέο Ωδείο το οποίο θα συνέχιζε την αποστολή επιρροής του «Αθηνών» στη Βόρειο Ελλάδα. Και αυτό ακριβώς έγινε.
Η κυβέρνηση Βενιζέλου όχι μόνο πρωτοστάτησε στην πρωτοβουλία δημιουργίας του, αλλά έλυσε μια για πάντα το οικονομικό του ζήτημα εξασφαλίζοντας γι' αυτό ευθεία χρηματοδότηση από κρατικά κονδύλια. Έτσι το πρώτο και μοναδικό ίδρυμα Παραστατικής Παιδείας της χώρας μας με κρατική χρηματοδότηση, απάντησε έμπρακτα στο ερώτημα: Δημόσια ή Ιδιωτική Παραστατική Παιδεία, χωρίς να διαφέρει σε τίποτα από την οργανωτική δομή του προκατόχου του, Ωδείου Αθηνών. Το επίσημο πια προσωνύμιο «Κρατικό» στην ονομασία του εξηγείται όταν, λίγο αργότερα, η Βενιζελική πολιτική μετά τον εθνικό διχασμό, θέλησε να αποκόψει κάθε επιρροή από το Παλάτι ή το «κράτος των Αθηνών».
Η περίοδος 1914-1919
Από πολιτικής άποψης, αυτή θεωρώ πως είναι η πιο ταραγμένη περίοδος στην Ιστορία της χώρας μας. Στο σχολείο, όταν εγώ πήγαινα σχολείο, μαθαίναμε καλά τις διατυπώσεις που εξυμνούσαν τον Βενιζέλο, οι οποίες προφανώς ήταν σωστές, ωστόσο δεν φώτιζαν αρκούντως (καθόλου θα έλεγα) την altera pars. Το διχαστικό κλίμα του πολιτικού τοπίου στο οποίο πρωταγωνίστησε ο Βενιζέλος,προφανώς καθόρισε και το κλίμα στο συμβούλιο καθηγητών του Ωδείου Αθηνών. Μια σε βάθος και συνολική μελέτη εκκρεμεί για να φωτίσει αυτήν ακριβώς την περίοδο. Όπως και να’ χει, κατά την διάρκειά της φαίνεται να κορυφώνεται η διαφωνία με τον Μανώλη Καλομοίρη.
Η «δεύτερη ρήξη» και η παρουσία του Μανώλη Καλομοίρη
Καταλυτικό ρόλο στην επιτάχυνση των εξελίξεων στις αρχές του 20ού αιώνα έπαιξε η κινητήριος δύναμη του μεγάλου οραματιστή Μανώλη Καλομοίρη. Άνθρωπος αποφασιστικός, άξιος και ικανός, συναισθάνεται το βάρος της ευθύνης για το όραμα της Εθνικής Σχολής που μέσα του βαρύνει όσο και η ολοκλήρωση της Μεγάλης Ιδέας που υπόσχεται ο Πρωτομάστορας Βενιζέλος. Για λόγους που είναι αδύνατο να αναλυθούν εδώ, καθώς τα γεγονότα αποτελούν ακόμα αντικείμενο καταγραφής και έρευνας, ο Μανώλης Καλομοίρης -ως καθηγητής του Ωδείου Αθηνών από το 1911- διαφωνεί με τον Νάζο το 1919. Η ρήξη κορυφώνεται και ακολουθούν ανακρίσεις στα πρότυπα Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης με αποτέλεσμα την απόλυση του Καλομοίρη από το Ωδείο Αθηνών. Φεύγοντας εκείνος σχηματίζει μια ομάδα καθηγητών που θα τον ακολουθήσουν στο δικό του όραμα. Αρωγή, στέγη και ώθηση για το νέο του στόχο, θα βρει στην πρώτη γυναίκα που ήδη, πριν 20 χρόνια, το 1899, είχε ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο. Ο Καλομοίρης εξαγοράζει το οίκημα του Ωδείου Λόττνερ από την Λίνα φον Λόττνερ, στην οδό Φειδίου 3 και ιδρύει το ιστορικό «Ελληνικό Ωδείο». (Αξίζει να σημειωθεί ότι είναι ευτύχημα που οι εργασίες αναστήλωσης άρχισαν, έστω και αργά, πριν λίγους μόλις μήνες).
Τα γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής αλλάζουν άρδην το πρόσωπο της χώρας, αλλά τα οξυμένα πάθη δεν ευνοούν την πορεία των δυο ιδρυμάτων στην Αθήνα. Ο Καλομοίρης διαφωνεί και με τους συνεργάτες του Ελληνικού Ωδείου και το 1926, ιδρύει πλέον το Εθνικό Ωδείο στο οποίο θα αφιερωθεί με πάθος όλη του ζωή. Με το Εθνικό Ωδείο ο Καλομοίρης ολοκληρώνει στην πράξη το έργο διάδοσης της Μουσικής Παιδείας σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας και την Κύπρο.
Η εποχή της συναίνεσης
Μετά τον Εθνικό Διχασμό, τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την δραματική ρήξη του 1919 αλλά και λίγο αργότερα, την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, η Ελλάδα δεν είναι πια η ίδια (πόσες χώρες της Ευρώπης εκείνης της εποχής γνωρίζεις, φίλτατε αναγνώστα, στις οποίες ο Πρωθυπουργός της χώρας εκτελέστηκε ως κατάδικος ύστερα από στρατοδικείο;) Στην χώρα μας ο μεγάλος 19ος αιώνας δεν τελείωσε με τους Βαλκανικούς πολέμους ή το Μακεδονικό μέτωπο όπως ταιριάζει στο αφήγημα άλλων Ευρωπαϊκών χωρών, ίσως ακόμα και των ηττημένων. Ο Ελληνισμός μετά τον απαγχονισμό της Μεγάλης Ιδέας το 1922, έζησε την πιο φριχτή σελίδα της Ιστορίας του μετά το Έπος της Επανάστασης.
Ο σιωπηρός διχασμός που ακολούθησε στον μεσοπόλεμο κυοφορώντας τα οξυμένα πάθη τα οποία σε επίπεδο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό θα θεμελιώσουν μεταπολεμικά την σύγχρονη Ελλάδα, ανέδειξε τη νοσταλγία μιας χαμένης εποχής που προσπαθούσε τραυματισμένη να ορθοποδήσει. Έτσι εξηγούνται συγγράμματα που μαζί με τη ζωή των πρωταγωνιστών τους, ιστορικά αποτιμούν τον κόσμο πριν την συντριβή του πολέμου, του διχασμού και της Μικρασιατικής καταστροφής. Ένα από αυτά είναι σίγουρα και το βιβλίο του Γεωργίου Δροσίνη «Γεώργιος Νάζος και το Ωδείον Αθηνών». Σε αυτό το κλίμα δεν χωρούσαν ανοιχτές συγκρούσεις. Οι ρήξεις είχαν σχεδόν παγιωθεί και οι πρωτεργάτες της ελπιδοφόρας μουσικής παλιγγενεσίας όφειλαν να αποδεχτούν τη νέα πραγματικότητα και να προχωρήσουν.
Στην μουσική πραγματικότητα της εποχής, το κλίμα αυτό αποτυπώνεται στον Σύλλογο Συναυλιών (ΣΣ). Ενώπιον της ύψιστης ανάγκης να δημιουργηθούν μόνιμα μεγάλα και αντιπροσωπευτικά συμφωνικά σύνολα, όλες οι μουσικές δυνάμεις έπρεπε να συναινέσουν. Σε έγγραφα σχετικά με τον ΣΣ, εντοπίζουμε για πρώτη φορά τον πληθυντικό «Ωδεία» του όρου: «Ωδείο». Παρά το γεγονός ότι ο ΣΣ υπήρξε πρωτοβουλία των δυο Ωδείων πριν τη ρήξη του Καλομοίρη με το Ελληνικό, τυπωμένο έγγραφο με τον τίτλο «Εισηγητική Έκθεσις [...] Προς την Βουλή» του 1927, από το Ιστορικό Αρχείο του Ωδείου Αθηνών, στο οποίο αναφέρονται όλα τα μέχρι τότε ιδρύματα, Ωδείο Αθηνών, Ελληνικό και Εθνικό, αφήνει να εννοηθεί χωρίς να διασαφηνίζεται αν στα ιδρύματα προσχωρεί και το νεοσύστατο Εθνικό, η διατυπωμένη θέληση όλων να συναινέσουν, παρά τις δυσκολίες, στην επιτυχία της κοινής υψηλής αποστολής τους. Παρά την ασάφεια της εισηγητικής αυτής έκθεσης και την ανάγκη διασταύρωσης της σκοπιμότητάς της -για το αν δηλαδή πράγματι κατετέθη στη Βουλή και ποιός είναι ο εμπνευστής της, ερωτήματα στα οποία μελλοντική έρευνα θα απαντήσει- είναι αδύνατο να μην απομονώσουμε την φράση:
[...] «θα ήτο επιζήμιος δια την μουσικήν πρόοδον του τόπου η ιδιαιτέρα ενίσχυσις, ηθική ή υλική, του ενός [Ωδείου] εξ αυτών και η συνεπεία τούτου άμβλυσις της μεταξύ αυτών αμίλλης, ήτις είναι ο απαραίτητος συντελεστής της προόδου». [...]
(Βλ. Ιστορικό Αρχείο Ωδείου Αθηνών/Αρχείο Συλλόγου Συναυλιών)
Έτσι συγγράμματα γραμμένα από τον «απολυθέντα» Μανώλη Καλομοίρη διδάσκονται στο Ωδείο Αθηνών, όπως μαθητές του Ωδείου Αθηνών και του Ελληνικού διαμορφώνουν την Συμφωνική Ορχήστρα Ωδείου Αθηνών και Ελληνικού την οποία διευθύνει ο Δημήτρης Μητρόπουλος ως απόφοιτος του Ωδείου Αθηνών, προσληφθείς από το Ελληνικό.
Το πλήθος των Ωδείων που ιδρύθηκαν από τον μεσοπόλεμο και έπειτα είτε υπό την αιγίδα επιφανών προσωπικοτήτων, είτε υπό την αιγίδα Φιλαρμονικών Σωματείων είτε Φιλομούσων Εταιρειών, είτε από το όραμα μεμονομένων μουσικών, φιλοδοξούσε να μεταλαμπαδεύσει τα οφέλη της μουσικής γνώσης σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Αυτή είναι και η εποχή την οποία με παρρησία ονομάζω «εποχή της συναίνεσης».
Μέχρι τις μέρες μας
Μια πλειάδα νέων ιδρυμάτων και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, επιδιώκοντας και συνεχίζοντας την διάδοση της συστηματικής Μουσικής Παιδείας, δεν διαφύλαξε μόνο τις επιταγές του μεσοπολεμικού κλίματος, αλλά και το σπέρμα του ανταγωνισμού. Η αύξηση του πληθυσμού των Ωδείων ήταν αναπόφευκτα ευθέως ανάλογη του ανταγωνισμού. Η αύξηση του ανταγωνισμού όμως, με το χρόνο, μεταμόρφωνε τα Ωδεία από ιδρύματα όπως νοούνταν μέχρι και τα μεταπολεμικά χρόνια, σε «επιχειρήσεις», όπως δηλαδή αντιμετωπίστηκαν ωμά από την Εφορία. Όσα Ωδεία κράτησαν την ευθύνη των μουσικών σπουδών ως αφιλοκερδή παρακαταθήκη υψηλότερη από την επιχειρηματική τους υπόσταση, διατήρησαν μέσα τους την υψηλή αποστολή τους, ελκύοντας και τους ανάλογους πνευματικούς ταγούς αλλά και τους ανάλογους μαθητές. Και αυτά που κράτησαν αυτόν τον πήχη ψηλά, παρά την γενική ομολογία, ίσως να μην ήταν λίγα.
Διδάγματα (;)
Οι μελέτες που ήδη βρίσκονται υπό έκδοση αλλά και οι μελλοντικές που θα εκπονηθούν, θα καταγράψουν την Ιστορία μας, με λεπτομέρεια πολύ μεγαλύτερη από αυτή που σώζεται εδώ, τόσο για τα πρώτα χρόνια συστηματικής μουσικής παιδείας τον 19ο αιώνα, όσο και για τα μετέπειτα χρόνια των πολέμων, ύστερα της σύγχρονης Ελλάδας μέχρι την Μεταπολίτευση αλλά και πέρα από αυτή.
Όταν ολόκληρη θα έχει γραφτεί οφείλουμε να είμαστε υπερήφανοι. Γιατί αυτή θα είναι η Ιστορία μας. Από αυτήν θα οφείλουμε να μάθουμε, να δούμε τα λάθη των προγενεστέρων και απ’ αυτά να διδαχθούμε, να θαυμάσουμε τους κόπους και τα επιτεύγματά τους και για αυτά να υπερηφανευθούμε. Χωρίς όλα αυτά, κανείς πολιτικός σε καμιά επιτροπή δεν μπορεί να υπερασπιστεί τη θέση μας.
Οι παραπάνω αναφορές θα επικαιροποιούνται εν καιρώ, με περισσότερες παραπομπές στις πηγές των τεκμηρίων. (Όσοι ενδιαφερθούν, μπορούν επίσης να ερευνήσουν οι ίδιοι τις παραπομπές στο Ιστορικό Αρχείο του Ωδείου Αθηνών κατόπιν ραντεβού).