top of page

Αθήνα, Φεβρουάριος 2023,
Ο γράφων, Πέτρος Στεργιόπουλος

Α)  Σπουδές Μουσικής Ερμηνείας
Εν είδει πρώτης εισαγωγής

 

Θα ήταν παράλειψη για το σχόλιο που ανήρτησα ήδη, υπό μορφή επιστολής στην ανακοίνωση του Πρωθυπουργού στο FB (30 Ιανουαρίου 2023) –το οποίο επαναλαμβάνω αυτούσιο σε ιστολόγιο εδώ- να μην παραθέσω σαφή και ευκρινή στοιχεία για όσα ήδη έχω γράψει. Θα ήθελα όμως, φίλτατε αναγνώστα, να επικεντρωθώ στην Μουσική όχι μόνο γιατί ως μουσικός και ερευνητής είναι ο απόλυτος τομέας ενδιαφέροντός μου, αλλά γιατί η Σπουδή αυτής της Τέχνης, είναι κατάφορα αδικημένη ακόμα περισσότερο από όλες τις Παραστατικές Τέχνες μαζί.

 

Απευθυνόμενος σε όσους θεωρήσουν πως «το πρόβλημα είναι ήδη γνωστό», έχω να ανταπαντήσω πως δεν είναι. Οι πολιτικοί που ασχολήθηκαν με το πρόβλημα ήταν ελάχιστοι και σχεδόν πάντοτε είχαν σχέση με κάποια Παραστατική Τέχνη. Κανείς πολιτικός, από θέση ισχύος, χωρίς σχετικές εγκύκλιες σπουδές, δεν αφιέρωσε ποτέ μέρος της πολιτικής του σταδιοδρομίας, στην διευθέτηση του ζητήματος των Σπουδών των Τεχνών, καλύπτοντας με το έργο του το κενό των Παραστατικών Σπουδών έναντι των Εικαστικών. Κανένας άλλος τομέας σπουδών στην Ελλάδα δεν γνώρισε ποτέ το επαίσχυντο πρόσωπο της πολιτικής και κοινωνικής απαξίας, όσο ο τομέας των Σπουδών Ερμηνείας της Μουσικής. Το αυτονόητο ζητούμενο της ισοτιμίας των τίτλων Παραστατικών σπουδών με τους τίτλους Εικαστικών σπουδών, ως τίτλοι πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, εμποδίζεται από σοβαρά ιστορικά και νομικά προβλήματα συνδεδεμένα με τις συνθήκες ίδρυσης και ανάπτυξης των δυο τομέων οι οποίες τελικά καθόρισαν και την εξέλιξή του.  Η πορεία του είναι κυριολεκτικά προαιώνια, ωστόσο η όξυνσή του κορυφώθηκε με την ανακοίνωση του ΠΔ 85/2022. Η διευθέτησή του θα αποκαθιστούσε την Παραστατική ιστορία της χώρας μας έναντι των νέων γενεών και θα ενέπνεε σχέσεις ισορροπίας ανάμεσα στα μέλη της κοινωνίας ως εχέγγυο ανάπτυξης και ευημερίας.  

Αντί αυτού, άλλοτε φορώντας το προσωπείο της αδιαφορίας και άλλοτε εκείνο της κομματικής εκμετάλλευσης, το κράτος έπαιζε το χαρτί της πολιτικής σκοπιμότητας σε έναν τομέα όπου η ακαδημαϊκή σιωπή, ίσως και άγνοια, έτρεφε την σημερινή, σε επίπεδο σπουδών Ερμηνείας της Μουσικής, ακαδημαϊκή χρεωκοπία.

 

Οι απόψεις, φίλτατε αναγνώστα, οι οποίες φιλοξενούνται σε αυτόν τον ιστότοπο, ουδόλως τρέφουν την αυταπάτη της αυθεντίας ή του αλάθητου και για τούτο δεν είναι ζητούμενο να συμφωνήσεις τους. Προφανώς εξάλλου, είναι αδύνατο να συμπεριληφθούν όλες ανεξαιρέτως οι πτυχές ενός προαιώνιου προβλήματος. Προφανώς επίσης, ο γράφων, είναι αδύνατον να γνωρίζει σε βάθος όλες τις λεπτομέρειες και την εξέλιξη του Πανεπιστημιακού μας τοπίου. Ως εκ τούτου είναι πιθανόν, οι παρακάτω απόψεις να περιέχουν ανακρίβειες και αστοχίες ή να μην απαντούν σε ειδικότερες περιπτώσεις όπου πιθανόν το κράτος να έχει σχεδιάσει σωστά τις εκπαιδευτικές δομές στις οποίες το παρόν κείμενο αναφέρεται. Είναι βέβαιο επίσης ότι θα διακρίνεις μια ροπή αναφοράς στο προαιώνιο ίδρυμα από το οποίο ο γράφων έχει την τιμή να έχει αποφοιτήσει. Τον σεβασμό αυτό, λόγω του ρόλου και της παρακαταθήκης του στην Ιστορία, όπως θα διαβάσεις στον δεύτερο τόμο της «Ιστορίας της Μουσικής στη Νεώτερη Ελλάδα», οφείλω εγώ εντίμως να ομολογήσω αλλά και εσύ, αν θέλεις να συνεχίσεις την ανάγνωση των ακολούθων γραμμών, μεγαλοθύμως να αποδεχθείς. 

Ο γράφων, φίλτατε αναγνώστα, θα ήθελε να συγχωρήσεις το, πιθανόν, τραχύ ύφος που απηχεί δεκαετίες αγανάκτησης και γραφειοκρατικής τριβής αλλά και να διαβάσει κάθε καλόπιστη απάντησή σου σε όσα σώζονται εδώ. Δεν έχει σκοπό να αντιπαρατεθεί με κανέναν, να αδικήσει κανέναν, αλλά ούτε και να πείσει κανέναν ώστε να συμφωνήσει. Οι γραμμές αυτές, άλλωστε, δεν σκιαγραφούν τίποτα περισσότερο από την τίμια πραγματικότητα ενός μουσικού και ερευνητή, ο οποίος έτυχε να ζήσει τόσο την όξυνση του προβλήματος, όσο και την σταγόνα που, υπό μορφή Προεδρικού Διατάγματος, ξεχείλισε το ποτήρι.

 

Πρόσθετες απόψεις μου στο FB βρίσκονται εδώ: 29 Δεκεμβρίου 2022, 28 Δεκεμβρίου 2022, 24 Δεκεμβρίου 2022, 23 Δεκεμβρίου 2022 α, 23 Δεκεμβρίου 2022 β, Πιθανές επικαιροποιήσεις θα συνοδευτούν με εξηγήσεις αν είναι εκτενείς.

 

 

 

Πώς εξηγείται η ψυχολογική αγκύλωση της κοινωνίας μας απέναντι στον όρο «μουσική» ή… Τι είναι σπουδές μουσικής ερμηνείας;

 

Παρά την πανάρχαια καταβολή της, η Μουσική Πράξη ως περιεχόμενο σπουδών ανωτάτου επιπέδου, δεν φαίνεται να απασχολούσε καίρια τον ακαδημαϊκό κόσμο ακόμα και αρκετά χρόνια μετά την Μεταπολίτευση. «Σπουδές Μουσικής Τέχνης» είναι ο προσφιλής ελληνικός όρος. Εγώ θεωρώ πιο σωστό τον όρο «σπουδές Ερμηνείας της Μουσικής» ή «σπουδές μουσικής ερμηνείας». Χώρες που εντόπισαν εγκαίρως την αδικαιολόγητη αδυναμία κάποιων ανθρώπων να απολαύσουν, ή ακόμη χειρότερα, να «εκτιμήσουν» την Μουσική, υιοθέτησαν και πρόγραμμα σπουδών ειδικά γι’ αυτό... Θεωρώ πως ένας άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του, οφείλει να σέβεται ό,τι δεν γνωρίζει, ακόμα και αν δεν το αποδέχεται ή δεν το αντιλαμβάνεται. Πόσο μάλλον αν αυτό ονομάζεται Μουσική. Δεν χρειάζονται ειδικές σπουδές για να εκτιμήσουμε την αναγκαιότητά της. Καθένας μπορεί να τολμήσει να τραγουδήσει αυτό που ακούει με την ίδια ευκολία που μπορεί να ζωγραφίσει αυτό που βλέπει. Ο νοήμων όμως καταλαβαίνει πως όσο επιφανειακά κι αν ασχοληθεί με αυτό που δημιουργεί, η ανάγκη να γίνει όλο και καλύτερο οδηγεί σε ένα αέναο παιχνίδι τελειοποίησης. Όσο αντιλαμβάνεται δηλαδή ότι το δημιούργημά του μπορεί να γίνεται καλύτερο, τόσο η προσπάθεια γίνεται πιο επίπονη και πιο κοπιαστική. 

 

Όπως ο αθλητής, έτσι και ο μαθητής, όσο περισσότερη καταπόνηση αντέξει τόσο περισσότερο το όφελος μεγαλώνει. Όπου κι αν φτάσει, το κέρδος μένει.

 

  Η σπουδή της Μουσικής Πράξης όμως, μαζί με το κάλλος του άρτιου αποτελέσματος που υπόσχεται, φέρει ταυτόχρονα και τον φόβο της διάκρισης ανάμεσα στους «ικανούς» και τους «ανίκανους» να την υπηρετήσουν. Ανατέμνοντας τον άνθρωπο ως υλική και πνευματική υπόσταση από τον πρώτο μουσικό φθόγγο που θα εκστομίσει, εκθέτει στους συνανθρώπους του μια ακαθόριστη μορφή της ψυχής του. Η επίπονη σπουδή αυτής της ψυχοσωματικής αλληλεπίδρασης με την ύλη, σε αντίθεση με πολλούς άλλους τομείς του ανθρώπινου επιστητού, ούτε ξεκινά, ούτε ολοκληρώνεται μόνο με βιβλία. Η υψηλή σπουδή της Μουσικής Ερμηνείας είναι σπουδή του ήχου ως απόρροια πράξης σωματικής και σπουδάζεται ως αλληλεπίδραση με όργανα φυσικά, όποια και να είναι η τεχνολογική εξέλιξη του ηχογόνου τους σώματος. Η υψηλή μελέτη της συνιστά την διάκριση ανάμεσα στον μουσικώς εγγράμματο και τον μουσικό, κατά έννοια ανάλογη της διάκρισης ανάμεσα στον σχολικώς εγγράμματο και τον φιλόσοφο. Το αποτέλεσμα αυτής της σπουδής είναι η πνευματική κατάθεση του μουσικού έργου. Η τέρψη που την συνοδεύει δεν ταυτίζεται με την διασκέδαση, όπως και η βιομηχανία της διασκέδασης δεν ταυτίζεται με την τέρψη της Μουσικής.

 

Ανώτατη Παιδεία στη Μουσική Ερμηνεία είναι η μελέτη, η έρευνα, η άσκηση και τελικά η υψηλής αρτιότητας παραστατική ηχητική αποτύπωση λόγιας μουσικής σύνθεσης, ως αποτέλεσμα πνευματικής ανθρώπινης δημιουργίας. Στην ιδανική της μορφή, διδάσκεται στην Ανωτέρα τάξη κατά την διάρκεια των σπουδών σε Σχολή ενός Ωδείου.

 

Ο μόνος και ελάχιστος κοινός τόπος μεταξύ διασκέδασης και Καλής Τέχνης δεν είναι τίποτα περισσότερο από την χρήση στοιχειωδών ψηγμάτων της Μουσικής Τέχνης και θεωρίας τα οποία στη μεν διασκέδαση επαναλαμβάνονται μηχανιστικά, στη δε λόγια μουσική δημιουργία αντιμετωπίζονται, στην καλύτερη των περιπτώσεων, ως ελάχιστη αφετηρία ή έναυσμα μουσικής σπουδής. Η παρανόηση της σύγχυσης αυτών των δυο ενισχύεται καθώς με τον ίδιο όρο (Μουσική) ονομάσαμε, δυστυχώς και αδιάκριτα, οποιοδήποτε ηχογράφημα...

 

Τι συμβαίνει γύρω μας;
 

Επακόλουθο της παραπάνω διαπίστωσης - και καθώς η εποχή κατά την οποία η μουσική προπαιδεία, ως προϋπόθεση για μουσική Τέχνη που απαιτεί ανθρώπινη πράξη, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί - η κοινωνία μας ζει την αναπηρία κατανόησης της μουσικής ερμηνείας ως αποτέλεσμα μουσικής σπουδής. Η προβολή αυτού του ελλείμματος σε επίπεδο θεσμικό, με πολιτικές -έως και πολιτειακές προσφάτως- διατυπώσεις, περιγράφει, στο σήμερα πλέον, την απτή πνευματική μας χρεωκοπία.

Στη χώρα μας η μουσική αγραμματοσύνη, ύστερα από ενάμισυ αιώνα μετά την λειτουργία του πρώτου ιδρύματος συστηματικής μουσικής παιδείας, αλλά πολύ περισσότερο ύστερα από τριάντα έτη Τμημάτων Μουσικών Σπουδών, όχι απλώς δεν χτυπήθηκε, αλλά διά της αδιαφορίας, ενθαρρύνθηκε. Στον μέσο όρο της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, η στοιχειώδης ενασχόληση με την μουσική, θεωρήθηκε εκπαιδευτικό επίτευγμα. Αν μάλιστα η ενασχόληση αυτή καταφέρει να ανοίξει τον δρόμο, στη καλύτερη περίπτωση εξίσου διάπλατα, τόσο στην βαθιά μελέτη της ερμηνείας όσο και στην στελέχωση «Γιαννοπούλειων» «πολιτιστικών κέντρων», τότε ο θρίαμβος επαινείται ως επαρκής. Ελλείψει διάκρισης ανάμεσα στην πνευματική τέρψη και τη διασκέδαση, οι μαθητές πλέον ενθαρρύνονται στα διαδικτυακά κολλυβογράμματα που υπόσχεται η τεχνολογική βιομηχανία. Το εμπόριο αυτής της βιομηχανίας δεν έχει κύριο σκοπό να εμφυσήσει στον άνθρωπο την σπουδή προς το απτό κάλλος της μουσικής Τέχνης αλλά να μεταθέσει την μουσική καλλιέργεια από τους ανθρώπους στις μηχανές τεχνητής νοημοσύνης. Ο άνθρωπος «ταΐζει» την μηχανή που «παράγει» ό,τι ικανοποιεί τον άνθρωπο...

Οι σημερινοί πολιτικοί, ως κληρωτοί της εποχής τους, παρακολουθούν αμήχανοι, όπως και η κοινωνία, τον φαύλο κύκλο αυτής της ψεύτικης δημιουργικότητας να μεγαλώνει, καθορίζοντας έτσι, αργά αλλά σταθερά, το έδαφος που θα αναπροσδιορίσει την μουσική παιδεία ως έννοια. Μουσικά απαίδευτοι, στην καλύτερη περίπτωση κολλυβογραμματιζούμενοι, αντιλαμβάνονται την παιδεία για την μουσική δημιουργία, ως υποχρέωση περίεργη. Στα αυτιά τους, η αποκατάσταση των σπουδών ερμηνείας της Μουσικής στο ύψος που τους αξίζει, ακούγεται περισσότερο υπόσχεση προεκλογική, παρά αναγκαιότητα αδήριτη. Ως εκ τούτου, για αυτούς, και πιθανώς για πολλούς άλλους ανεξήγητους, λόγους, οι σπουδές Μουσικής Ερμηνείας, ιδιαίτερα από τα μέσα του 20ού αιώνα και εντεύθεν, δεν είχαν ποτέ, ούτε την αναγνώριση, ούτε την επαρκή υποδομή αλλά ούτε καν την στοιχειώδη υποστήριξη την οποία θα όφειλαν να έχουν.

 



Μια πολιτική εξαίρεση που όμως επιβεβαίωσε τον κανόνα
 

Με άξονα το θεμελιώδες διατυπωμένο ερώτημα της επιστολής μου, λαμπρή εξαίρεση ανάμεσα στους πολιτικούς, γνωρίζω αυτή της Άννας Συνοδινού. Εκείνη για πρώτη φορά, 7 χρόνια μετά την Μεταπολίτευση, το 1981, έθεσε ως βουλευτής καίρια, το ίδιο ζήτημα που έθεσα κι εγώ. Τα ακόλουθα είναι δικά της λόγια επί λέξει:



«[…] Είναι το λιγότερο ειρωνεία γι’ αυτόν τον Τόπο να διατηρούμε Ανώτατη Εκπαίδευση, μόνο σε ένα τομέα Τεχνών, των εικαστικών τεχνών. Ψάχνω να βρω τις αιτίες και τις αφορμές αυτής της εύνοιας και δεν το κατορθώνω. [...]»



Η Μουσική τότε εξαιρέθηκε από τον νόμο 1158/’81. Όχι βέβαια από παράλειψη, αλλά επειδή προφανώς η νομοπαρασκευαστική επιτροπή στην οποία πρωτοστάτησε η ηθοποιός, θα αναγνώρισε πως η φύση και το εύρος των σπουδών Μουσικής ως παραστατικής πράξης, διαφέρουν από την σκηνική σπουδή του Θεάτρου ή του Χορού οι οποίες, παρά τις όποιες πρότερες προσπάθειες, φαίνεται να απέκτησαν για πρώτη φορά μεταπολιτευτικά τότε, ρυθμιστικό νομικό πλαίσιο.

Λόγω της πολυπλοκότητας του ζητήματος αλλά και της πρότερης ρύθμισης από Διάταγμα του ’57, η τότε κυβέρνηση δεν τόλμησε να προχωρήσει και για την Μουσική. Η Συνοδινού αρκέστηκε στην υπόσχεση πως: «μπορούμε να είμαστε γενικότερα αισιόδοξοι, ότι στο απώτερο μέλλον θα γίνουν ρυθμίσεις και για τον τομέα της Μουσικής». Πέντε μήνες μετά, τον Οκτώβριο του ’81, ήρθε η … «Αλλαγή»…

Στο Ιστορικό Αρχείο του Ωδείου Αθηνών διατηρείται από εκείνη την εποχή, ίσως και λίγο πριν, ένα έγγραφο με την επωνυμία «Κρατικό Ωδείο Αθηνών» αποδιδόμενο στον τότε διευθυντή του, Μενέλαο Παλλάντιο. Θεωρώ όμως μάταιο να ψάξει κανείς οτιδήποτε θετικό συνέβη
, με πολιτική αφετηρία, από την Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα για τις Σπουδές Μουσικής. Δεν πρόκειται να βρει.
 


 


Διαπιστώσεις

Η αντίφαση με τις Εικαστικές Τέχνες που έκτοτε συνοψίζεται στο ίδιο διατυπωμένο επίμαχο ερώτημα παρέμεινε. Τόσο η διαπίστωση αυτής της αντίφασης όσο και οι «ρυθμίσεις για τον τομέα της Μουσικής» που ευχήθηκε η Συνοδινού το 1981, σήμερα, 40 και πλέον χρόνια μετά, όχι μόνο έχουν ξεχαστεί, αλλά έχουν ήδη ισοπεδωθεί τόσο από τις εξελίξεις, όσο και από την ανεκδιήγητη κρατική αδιαφορία. Όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις, λίγο ή πολύ, όχι μόνο εξέθρεψαν, αλλά ξεδιάντροπα εκμεταλλεύτηκαν τη χρόνια αυτή πληγή μετατρέποντάς την σε ευκαιρία πολιτικής παροχής, είτε με τη μορφή της εύνοιας, είτε με τη μορφή των ψήφων.  Εκπαραθυρώνοντας την Μουσική, ο νόμος του ’81, παγίωσε την στασιμότητα της διαβάθμισης των Παραστατικών Σχολών στο επίπεδο των «Ανώτερων» εξοστρακίζοντας, εκ των πραγμάτων, την επίλυση του ζητήματος για τις Μουσικές σπουδές στο επίπεδο της «αναβολής επ’ αόριστον».


Όπως οποιοδήποτε άλλο νομοθέτημα μετά από αυτό, ο νόμος 1158/’81 όχι μόνο δεν ρύθμισε το τοπίο των Παραστατικών Σπουδών, αλλά, ως πολιτικό άλλοθι πολύ φοβάμαι, εξέθρεψε τις στρεβλώσεις που κυριάρχησαν, και συνεχίζουν να κυριαρχούν, διαμορφώνοντας την δυστοπία που ζούμε. Υπό το πρίσμα όλων αυτών, η κυβερνητική υπόσχεση της διευθέτησης του ζητήματος για την Μουσική Παιδεία, υπό την ομπρέλα του εύηχου όρου «Παραστατική Παιδεία» επαναλαμβάνεται σήμερα τον Φεβρουάριο του 2023, τέσσερις δεκαετίες μετά, σαν φάρσα της Ιστορίας.
 

 



Η εκκωφαντική σιωπή

Η αντιπαράθεση των ανθρώπων που, ακαδημαϊκώς, ζημιώθηκαν, υποτιμήθηκαν ή ακρωτηριάστηκαν από τις κυβερνητικές πολιτικές, με όσους αποδέχθηκαν, συμβιβάστηκαν ή ωφελήθηκαν από τη δυστοπία της Μουσικής μας Παιδείας, είναι ασύμφορη. Παρόλαυτά, κοντά στην προφανή πολιτική αναπηρία, ως πικρό συστατικό της δυστοπίας, και απέναντι στις τρέχουσες εξελίξεις, απλώνεται και η εκκωφαντική σιωπή από επίσημα όργανα των Πανεπιστημιακών ιδρυμάτων που υπόσχονται υψηλή Εικαστική Παιδεία.



Πώς είναι δυνατόν να μην έχει δημοσιοποιηθεί, ειδικά από την Μεταπολίτευση και εντεύθεν, καμιά πρόθεση ανάδειξης της ακαδημαϊκής χρεωκοπίας που συνιστά η αντίφαση διαβαθμισμένων Πανεπιστημιακών Εικαστικών σπουδών και απαξιωμένων αδιαβάθμητων Μουσικών;



Η μεν, άρτι ανακοινωθείσα, κατάληψη στην ΑΣΚΤ ως υποστήριξη των δικαίων των σπουδαστών δραματικών σχολών, διασώζει το γόητρο της Ιστορίας της.

 

Η δε ανακοίνωση των Πανεπιστημιακών ΤΜΣ, η οποία απάντησε και εξ ονόματος των σπουδών Μουσικής Τέχνης, δεν νομίζω να πράττει το ίδιο. Η ανακοίνωση δεν μας απάντησε στο ερώτημα πώς η βαθμίδα αυτή της εκπαίδευσης δέχτηκε να απαξιώσει, εκ των πραγμάτων, την υπάρχουσα -πρίν από αυτούς δηλαδή- δομή Μουσικής Παιδείας στο επίπεδο άτυπης προϋπόθεσης εισαγωγής στα τμήματά της;

Όχι, φίλτατε αναγνώστα. Η «προϋπάρχουσα» δομή δεν απαξιώθηκε μόνη της. Βαφτίστηκε «προϋπάρχουσα» όταν αποφασίστηκε η απαξία της.

Όταν καταλαμβάνεις τον χώρο δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης στην Ερμηνεία της Μουσικής, ενώ ιστορικά παρέχεται ήδη, χωρίς να αναγνωρίζεις στις προϋποθέσεις επιλογής των στελεχών σου τους τίτλους σπουδών που αναγνώριζε η χώρα σου γι’ αυτόν τον τομέα πριν την κατάληψη, τότε αυτό ονομάζεται όχι απλώς απαξία, αλλά φαιδρή χυδαιότητα.

Αυτή ακριβώς η φαιδρή χυδαιότητα συνεχίζεται μέχρι σήμερα, όταν στελεχωμένοι ταγοί ανακοινώνουν «προϋποθέσεις εισαγωγής» στα μεταπτυχιακά τμήματά τους, τους τίτλους σπουδών που το κράτος δεν αναγνώρισε στον δικό τους διορισμό. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουν το μέγεθος της καμήλου την οποία χρειάζεται κανείς να καταπιεί για να αποδεχτεί την «ανάπτυξη» πανεπιστημιακών τμημάτων που ειδικεύονται στην Ερμηνεία της Μουσικής, παραβλέποντας την κατάφορη αδικία παράκαμψης ενός υπαρκτού νομικού και συνταγματικού προβλήματος, το οποίο στιγμάτισε τις Παραστατικές σπουδές το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και γιγάντωσε η Μεταπολίτευση.



Μα κανέναν από όλον αυτόν τον ακαδημαϊκό κόσμο, δεν προβλημάτισε πως ο όρος «ραχοκοκκαλιά» της πρωθυπουργικής εξαγγελίας είχε και έχει «κορωνίδα» πρίν τους πανεπιστημιακούς θώκους; Ή πως ούτε η «ραχοκοκκαλιά» αλλά ούτε και η «κορωνίδα» ήταν διαβαθμισμένες στη χώρα μας πριν οι πανεπιστημιακοί θώκοι δημιουργηθούν;  
 

Απέναντι στη διαφθορά, και μιλώντας για την αξία των δημοσίων Πανεπιστημιακών τμημάτων σε σύγκριση με τα «ιδιωτικά Ωδεία», δεν θεωρώ τα πρώτα εξ ορισμού αλώβητα και τα δεύτερα εξ ορισμού επιρρεπή λόγω του αδιάβλητου της εισαγωγής που ισχύει στα πρώτα. Διαφθορά μπορεί να εμφανιστεί σε οποιοδήποτε στάδιο των σπουδών αδιακρίτως φύσης του νομικού προσώπου του ιδρύματος.

Πώς είναι όμως δυνατόν όταν εμφανίζεται σε Πανεπιστημιακό τμήμα η κατακραυγή να επικεντρώνεται σε αυτό ενώ όταν εμφανίζεται σε Ωδεία να προσάπτεται σε όλα ανεξαιρέτως; Για ποιό λόγο όταν κρούσματα διαφθοράς και συναλλαγής στιγματίζουν την δημόσια ανώτατη παιδεία η γενική κοινωνική απαξία δεν επηρεάζει την άποψη του κράτους γι’ αυτά αλλά όταν το ίδιο συμβαίνει στην ιδιωτική, αυτή καταδικάζεται συλλήβδην;


 

Με αυτές τις προσλαμβάνουσες παγιώθηκε από τη μια η στρεβλή αντίληψη ότι η επίδοση των καλών μουσικών αποδίδεται στο «ταλέντο που μάλιστα πρέπει να πάει στο εξωτερικό», και από την άλλη η ετέρα στρεβλή αντίληψη ότι η επίδοση των ανάξιων οφείλεται  στο «αχρείο σύστημα που όπως και να’ χει δεν θα αλλάξει». Αυτή η τελευταία παγίωσε και το φαινόμενο οι άξιοι να λαμβάνουν τους ίδιους τίτλους με τους ανάξιους. Προφανώς το φαινόμενο ανάξιων αποφοίτων δεν παρατηρείται μόνο στο χώρο των σπουδών ερμηνείας της μουσικής. Ο συνταγματικός νομοθέτης του άρθρου 16 όμως, νόμισε πως διακρίνοντας τους ανώτατους τίτλους σε κρατικούς -άρα «αναγνωρισμένους»- και σε μη κρατικούς - άρα «μή-αναγνωρισμένους» - θα διασφάλιζε την αξία της παιδείας ως δημόσιο αγαθό... μονοπολώντας την...
 

​Το άρθρο του Συντάγματος και η διαφαινόμενη πολιτική καπηλεία

Ακολουθώντας την σίγουρη πεπατημένη, οποιαδήποτε κυβέρνηση αναλάβει να διευθετήσει το πρόβλημα, θα μεριμνήσει πολύ περισσότερο για τον πολλαπλασιασμό ψήφων παρά για την δίκαιη και βιώσιμη λύση του προβλήματος. Ως βολικό σκιάχτρο θα περιπαίξει το άρθρο 16 παράγραφος 5, του Συντάγματος:



«Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. […]»

 

Προφανώς ο συνταγματικός νομοθέτης είχε πρόθεση να προστατεύσει το κύρος των τίτλων σπουδών Ανώτατης Εκπαίδευσης συνδέοντάς το με την υποχρέωση του κράτους να τους χορηγεί. Όσο αγαθή όμως κι αν ήταν αυτή του η πρόθεση, προφανώς δεν έλαβε υπ’ όψιν του την Ιστορία. Προφανώς, και φυσικά, ο συνταγματικός νομοθέτης ούτε γνώριζε την Ιστορία της Παραστατικής Παιδείας της χώρας μας, ούτε φυσικά της Μουσικής, αλλά ούτε και διέβλεψε την αδικία που θα προέκυπτε από την εξόφθαλμη αντίφαση που θα κορυφωνόταν έναντι των Εικαστικών σπουδών.

Η εποχή της αναγκαίας ανάθεσης στην ιδιωτική πρωτοβουλία, όπως θα δούμε στη συνέχεια, είχε ήδη καρποφορήσει τον 19ο αιώνα. Η Μουσική Παιδεία είχε όχι απλώς προχωρήσει, αλλά το ακαδημαϊκό της επίπεδο με όλη την διαμορφωμένη του Ιστορία, υποσχόταν πνευματικούς
ανθρώπινους πόρους ικανούς, τους οποίους μάλιστα, ήδη προπολεμικά, εξήγαγε στο εξωτερικό, όπως ο Ευρυσθένης Γκίζας (1864-1902) ή πολύ αργότερα ο Δημήτρης Μητρόπουλος (1896-1960). Δεδομένων αυτών των ιστορικών δεδομένων, το Σύνταγμα θα έπρεπε να ενθαρρύνει κάθε κυβέρνηση να αναζητά στελέχη από το ανθρώπινο πνευματικό δυναμικό της χώρας, αναγνωρίζοντας και δίνοντας ανώτατη αξία, ως όφειλε, πρώτα στις εγχώριες σπουδές τους, πριν αυτοί πλειοδοτήσουν την επάρκειά τους με πρόσθετους τίτλους σπουδών από το Εξωτερικό.

Αυτή η αναγκαιότητα, φυσικά ουδέποτε υπηρετήθηκε.  Ας μη γελιόμαστε. Η αναγκαιότητα αυτή ουδέποτε υπηρετήθηκε, ακριβώς γιατί ο άγνωρος συνταγματικός νομοθέτης, ουδέποτε είδε αυτή την ατραπό αφού, απλούστατα, ουδέποτε γράφτηκε και, γι’ αυτό, ουδέποτε αναγνωρίστηκε ώστε να τιμηθεί, η Ιστορία της Παραστατικής Παιδείας της χώρας μας. Αν πράγματι τότε το κράτος είχε στραφεί προς αυτήν την κατεύθυνση, την τίμια δηλαδή αντιμετώπιση του προβλήματος με σεβασμό στη θεσμική του ιστορία, προφανώς και η άγνοια του νομοθέτη για το ότι μόνο οι Εικαστικές Τέχνες έχαιραν Πανεπιστημιακής αναγνώρισης, θα του είχε συγχωρεθεί.

Παράλληλα όμως με τις παραπάνω διαπιστώσεις, η ρητή συνταγματική επιταγή της εναρκτήριας παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, θα έπρεπε να στέκει δαμόκλειος σπάθη πάνω από κάθε Μεταπολιτευτική Κυβέρνηση:



«H τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες η ανάπτυξη και η προαγωγή τους αποτελεί υποχρέωση του Kράτους. […]».



Όμως η υποχρέωση του κράτους να προάγει την ανάπτυξη της Τέχνης το ίδιο ανάλογα με την ανάπτυξη της Επιστήμης, δεν συνίσταται μόνο στην χρηματοδότηση ή την μέριμνα για την απρόσκοπτη άσκησή της. Συνίσταται και στους όρους Παιδείας που αυτή εσωκλείει στον ορισμό της. Αβίαστα επομένως προκύπτει το ερώτημα:




Εφόσον η χώρα μας διέθετε «Κρατικό» φορέα παιδείας για την Ερμηνεία της Μουσικής - το μόνο εξ ολοκλήρου κρατικώς χρηματοδοτούμενο μουσικο-εκπαιδευτικό ίδρυμα που το κράτος αναγνώριζε- πώς αυτό δεν αναβαθμίστηκε σε ίδρυμα Ανώτατης Παιδείας όταν αποφασίστηκε η δημιουργία τέτοιων ειδικευμένων πανεπιστημιακών τμημάτων;



Παρά το ότι η εύκολη απάντηση θα ήταν: «επειδή δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις» - ωσάν η διαδικασία για οποιαδήποτε υπάρχουσα δομή που θα εκπλήρωνε τις προϋποθέσεις να ήταν δυσκολότερη από την δημιουργία καινούργιων πανεπιστημιακών τμημάτων εκ του μηδενός, όπερ τελικά και εγένετο -  η απάντηση αυτή δεν είναι η σωστή. Αυτή η εσκεμμένη «αβλεψία», ενώ φαινομενικά ωφέλησε την πανεπιστημιακή ανάπτυξη δρομολογώντας την δημιουργία νέων πανεπιστημιακών τμημάτων, έβλαψε καίρια το επίπεδο των «Ωδειακών», λεγομένων, σπουδών καταδικάζοντας όλα τα υπόλοιπα συναφή ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένου του κρατικού, συνολικά και διαχρονικά σε δυσμένεια. Ή μήπως όμως δεν επρόκειτο περί «αβλεψίας»…;

 


Η άγνοια του νομοθέτη

Απέναντι στην Ανώτατη Παραστατική Παιδεία, άρα και την Ανώτατη σπουδή στην Μουσική Ερμηνεία, η ρητή, όπως είδαμε, 1η Συνταγματική επιταγή αντικρούει ανοιχτά την, επίσης ρητή, 5η του επίμαχου άρθρου. Ο αντίλογος όμως απέναντι σε αυτή την σύγκρουση είναι ότι Ανώτατη Παραστατική Παιδεία στον τομέα της Μουσικής Ερμηνείας σαφέστατα προϋπήρχε- όπως Ανώτατη Παιδεία στο μεγαλύτερο μέρος των Επιστημών - συμπεριλαμβανομένων και των… «Εικαστικών» « Επιστημών(!)»  - σαφέστατα επίσης προϋπήρχε. Προσωπικότητες διεθνούς κύρους καθ’ όλη την ιστορία Παραστατικών Τεχνών της χώρας μας μέχρι σήμερα, αδιάψευστα διατρανώνουν αυτήν την βεβαιότητα. Μόνο που στην πρώτη περίπτωση η Παραστατική Παιδεία υπηρετήθηκε από νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, ενώ στην δεύτερη από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Όσοι διαφωνούν με τις παραπάνω διαπιστώσεις, είτε απλώς μπερδεύουν την ύπαρξη και την εποπτεία του συστήματος, με την εικόνα των όποιων ανάξιων αποφοίτων της, είτε θεωρούν ότι οι σπουδές μέχρι σήμερα ήταν ελλιπείς για το οποίο θα απαντήσω παρακάτω. 

 

 

 


Το «απ’ έξω»

Φωτογραφίζοντας την Παραστατική Παιδεία στην Ευρώπη μέχρι την εποχή που γράφτηκε το σημερινό Ελληνικό Σύνταγμα, αδυνατώ να πιστέψω ότι η παροχή Ανώτατης Παιδείας στην Ερμηνεία της Μουσικής στην Ελλάδα, διέφερε καθοριστικά από τις ακριβώς αντίστοιχες σχολές σε Ευρώπη και Αμερική οι οποίες είτε είχαν ήδη λύσει ή θα έλυναν αργότερα, χωρίς συνταγματικά κωλύματα, το ζήτημα Ανώτατου Τίτλου Σπουδών στην Ερμηνεία της Μουσικής.  Δεν έχει νόημα να παραθέσω ονόματα προσωπικοτήτων που σπούδασαν Μουσική στην Ελλάδα μέχρι εκείνη την εποχή, για να πείσω πολιτικούς κενταύρους άγνοιας και αδιαφορίας σχετικά με το ύψος σπουδών μέχρι τότε. Πραγματικά δεν έχει νόημα. Θα πω απλώς ότι

 

η αναζήτηση δεύτερων τίτλων σπουδών στο Εξωτερικό σε οποιονδήποτε τομέα,  καθ’ οιονδήποτε τρόπο ούτε αναιρεί, ούτε υπονομεύει, ούτε απαξιώνει το ύψος και το κύρος των πρώτων τίτλων σπουδών που ο καθένας έχει κατακτήσει ήδη στη χώρα του στον ίδιο τομέα. Κανένα Κράτος που σέβεται τον εαυτό του και πολύ περισσότερο την Ιστορία του, δεν θα ανεχόταν να νομοθετήσει προϋποθέσεις αξιολόγησης των δικών του σπουδών αποδεχόμενο την παραπάνω αλγεινή συνέπεια ως αυτονόητη λογική.

Όπως όμως θα δούμε παρακάτω, στον τομέα των σπουδών Ερμηνείας της Μουσικής, το Ελληνικό Κράτος έναντι των ξένων, έπραξε ακριβώς αυτά: και αναίρεσε, και υπονόμευσε, και απαξίωσε τους τίτλους Σπουδών που το ίδιο εγγυόταν.

 


Η χυδαιότητα

Εφόσον λοιπόν το ανώτατο επίπεδο προϋπήρχε και δεχόμαστε ότι ένας νόμος ισοτιμίας αυτής της φύσης θα όφειλε να καλύπτει και να αποκαθιστά διαχρονικά τους πολίτες μιας ευνομούμενης πολιτείας, τότε θα έπρεπε το ανώτατο αυτό επίπεδο, είτε με νόμο να αναγνωριστεί, είτε η συνταγματική επιταγή που το εμποδίζει να αλλάξει. Τίποτα από τα δυο δεν έγινε. Εφόσον ανώτατες σπουδές Μουσικής Ερμηνείας δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν χωρίς «πραξικοπηματική» λύση σε βάρος του Συντάγματος, θα οργανωνόταν «πραξικοπηματική» λύση σε βάρος των ίδιων των εγχώριων αποφοίτων. Την λύση σε αυτό θα την έδινε ένα ευφυέστατο πρόσχημα: το «ευρύ πρόγραμμα σπουδών» το οποίο «δεν υποστηρίζεται από κανένα Ωδείο». Δημιουργώντας αυτήν την πρόφαση -ή αποδεχόμενες τις αντιφατικές της συνέπειες- οι κυβερνήσεις, προτίμησαν να παρακάμψουν το νομικό –συνταγματικό πρόβλημα καταφεύγοντας σε δυο ευτελείς και νομικίστικες ατραπούς:

1.    Ανοιχτή αναγνώριση σπουδών Ερμηνείας της Μουσικής σε πανεπιστημιακό επίπεδο ό
χι από την Ελλάδα, αλλά μόνο από το Εξωτερικό.
2.    Αναγνώριση ήδη υπαρχουσών
εγχώριων τριτοβάθμιων σπουδών, εντελώς άσχετων με το αντικείμενο ως αναγκαία προϋπόθεση επιλογής ή διορισμού του υποψηφίου  

Πεδίο εφαρμογής αυτής της αλλοπρόσαλλης πολιτικής ήταν, και είναι μέχρι σήμερα, οι θέσεις
Πανεπιστημιακού διδακτικού προσωπικού. Με αυτόν τον τρόπο, από πάνω προς τα κάτω, και με αυτήν την βίαιη - σχεδόν πραξικοπηματική - ισοπεδωτική πολιτική, το κράτος στρουθίων τότε, βαυκαλίστηκε ότι έλυσε το πρόβλημα της διαβάθμισης των μουσικών σπουδών στην Ερμηνεία της Μουσικής.

Έτσι η δεδομένη και προαιώνια ανάγκη των μουσικών να ταξιδεύουν διευρύνοντας τις προσλαμβάνουσές τους ως δομικά στοιχεία της αρτιότητάς τους, μετετράπη για τους Έλληνες Μουσικούς, σε ικανή και αναγκαία συνθήκη να αναγνωριστούν οι σπουδές τους στην ίδια τους τη χώρα!  Ο τίτλος που θα έφεραν θα είχε τώρα «μεγαλύτερη» αξία από τον εγχώριο. Μόνο οι νεότερες γενιές, γνωρίζοντας «ως φροντιστήριο» την Ωδειακή, λεγόμενη, εκπαίδευση, θα αδιαφορούσαν για τις παλαιότερες αντιμετωπίζοντάς τες ως περίπου «παλαιοκαθεστωτικά απομεινάρια». Δι’ αυτού του τρόπου τα Πανεπιστήμια κατήργησαν σιωπηρά το κύρος των εγχώριων σπουδών υπονομεύοντάς τες σε φροντιστήριο αρχικά των ξένων και προσφάτως και των ελληνικών τμημάτων, στα οποία – όψιμα, σε σχέση με την Ιστορία των σπουδών στην Ελλάδα- ξεκίνησαν να προσφέρονται σπουδές μουσικής ερμηνείας .

Είναι βέβαιο ότι οι υποστηρικτές του παραπάνω νομιμοφανούς πραξικοπήματος, θεωρούν ότι διδάσκουν αντικείμενο εντελώς διαφορετικό από το προσφερόμενο, ότι κομίζουν «νέας γλαύκας» τις οποίες οι υπόλοιποι προκάτοχοί τους ούτε γνωρίζουν και ούτε έχουν φανταστεί. Ακόμα και αυτό να ίσχυε -σαφώς δεν ισχύει- αδυνατώ να κατανοήσω το γεγονός πως η παρανόηση αυτή όχι μόνο αναιρεί την αυταξία των υπαρχουσών σπουδών ως τουλάχιστον ισοτίμων, αλλά τοποθετεί, αυτοτελώς και δικτατορικώς, την αξία του διδασκόμενου αντικειμένου πάνω από την επίσημη εγκύκλια. Είναι πέρα για πέρα προφανές ότι οι υποστηρικτές του νομιμοφανούς αυτού πραξικοπήματος, και αγνοούν το ύψος σπουδών που υπήρχε και συνεχίζει να υπάρχει στην Ελλάδα για όποιον σοβαρά ενδιαφέρεται, αλλά και, όπως προανέφερα, μπερδεύουν την αξία των ανάξιων αποφοίτων με την αξία του ίδιου του συστήματος. Αν έπρεπε η αξία ενός συστήματος σπουδών να αναγνωρίζεται επισήμως από το κράτος μόνο από την ποιότητα και το επίπεδο των αποφοίτων του, τότε υπάρχοντα τμήματα, τελειοποίησης μάλιστα, θα έπρεπε, κατά την άποψη του γράφοντος, ήδη να έχουν κλείσει.

Η δημοσιογραφική καταγραφή της προόδου ανόρθωσης του οικοδομήματος των Μουσικών σπουδών στη χώρα μας μετά την Μεταπολίτευση, σαν αποτέλεσμα διαδοχικών βημάτων, θα μπ
ορούσε να αποτελεί άριστη τροφή για πρωτάθλημα συνωμοσιολογίας:



1. Εντοπίζουμε τη διένεξη με το Σύνταγμα
2. Μεγεθύνουμε τον διαχωρισμό στην εύλογη σχέση ανάμεσα στη Μουσική Επιστήμη και τη Μουσική Τέχνη (αν αυτό είναι ποτέ εφικτό, το καταφέραμε στην Ελλάδα) ώστε να μην αγγίζει τις Παραστατικές Σπουδές γενικά και δημιουργούμε corpus σπουδών μόνο στο πρώτο σκέλος αδιαφορώντας για το υπάρχον του δεύτερου
3. Αναπτύσσουμε έτσι στην τριτοβάθμια εκπαίδευση το πρώτο σκέλος, της «Μουσικής Επιστήμης», εδραιώνοντας με αυτόν τον τρόπο μια Πανεπιστημιακή Αρχή.
4. Με τα εργαλεία αυτής της αρχής, αξιολογούμε το υπάρχον σύστημα του δεύτερου σκέλους ως ανεπαρκές
5. Παρακάμπτουμε τα νομικά-συνταγματικά κωλύματα αναγνωρίζοντας μόνο ξένους τίτλους σπουδών στην Μουσική Τέχνη ως ισότιμους με αυτούς της Μουσικής Επιστήμης, ή αναγνωρίζουμε τίτλους σπουδών άσχετους με το αντικείμενο ως προϋπόθεση διορισμού στη Μουσική Τέχνη
6. Ανοίγουμε νέα τμήματα σπουδών στην Μουσική Τέχνη, διορίζοντας τους ισοτιμημένους τίτλους σπουδών και τέλος (τι πιο εύκολο)
7. Εξαρθρώνουμε το υπάρχον σύστημα ως «προϋπόθεση εισαγωγής» στο νεοαναπτυχθέν παράπλευρο, εκτοπίζοντα
ς το πρώτο ως «παλαιό και απαρχαιωμένο» μέχρι τη γραφική, μουσειακή του ανάμνηση ή τη νομοτελειακή συντριβή του.


 

Δεν έχω τεκμήρια να αποδείξω ότι σχεδιάστηκε για να εξελιχθεί έτσι. Τα ιστορικά όμως αυτά βήματα συνέβησαν ακριβώς έτσι και αυτό είναι ατόφια δημοσιογραφική αλήθεια. Όπως και να ’χει, κανένα κράτος δικαίου και καμιά ευνομούμενη πολιτεία δεν είναι δυνατόν να δεχτεί την παραπάνω απεχθή δυστοπία.
 



Για τους θιασώτες του «ευρέως προγράμματος σπουδών» στην Ερμηνεία της Μουσικής

Είναι αδιανόητη η έκταση της παρανόησης σχετικά με την φύση των σπουδών στην Ερμηνεία της Μουσικής η οποία επικρατεί μέχρι σήμερα. Ο ορισμός που έδωσα για την φύση των σπουδών Ερμηνείας, περικλείει μια πλειάδα επί μέρους μαθημάτων στα οποία δεν αναφέρθηκα. Τα μαθήματα αυτά δεν είναι μόνο τα γνωστά μαθήματα που περιλαμβάνονται στις εγκύκλιες σπουδές. Η σπουδή του ήχου στο ίδιο το όργανο περιλαμβάνει επί μέρους κύκλους μαθημάτων οι οποίοι, παρότι λογίζονται συνολικά ως ένα μάθημα, στην ουσία είναι πάρα πολλά τα οποία αποτελούν το «Ειδικό μάθημα Οργάνου». Εντελώς ενδεικτικά αναφέρω: Αρθρώσεις και Δακτυλισμοί, Ρητορική, Ηχηρότητα και Χρωματισμοί, Μηχανισμός και Κλίμακες με Αρπίσματα, Αναπνοή, Παιδαγωγία κ. α., όπως και νεότερες τεχνικές που συναντώνται ανάλογα με το όργανο, όπως προ-διαμόρφωση για τα πληκτροφόρα ή αρμονισμοί για τα πνευστά κ.α. Το καθένα από αυτά θα μπορούσε να διδάσκεται από ειδικευμένους καθηγητές ξεχωριστά. Όπως ήδη ανέφερα παραπάνω, παραλείπω τα εγκύκλια μαθήματα όπου η σπουδή σε επί μέρους πεδία, ενυπάρχει επίσης, όπως για την Μουσική Δωματίου όπου η πολυμορφία είναι ομοίως εκτενής και η παραστατική μελέτη της εκφεύγει της απλής ανάγνωσης της παρτιτούρας σε συνδυασμό με άλλο όργανο.

Προς επίρρωση των παραπάνω και από προσωπική εμπειρία, έχοντας την τιμή να διατελώ συνεργάτης του Ιστορικού Αρχείου του Ωδείου Αθηνών, μπορώ να καταθέσω, ως ένα μόνο από τα πολλά παραδείγματα εμπειρίας, την έκπληξή μου όταν
ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο αντιμέτωπος με τις πιανιστικές σημειώσεις του Λουδοβίκου Βάσενχοφεν (Ludwig Wassenhoven) από τα τέλη του 19ου αιώνα.

 

Έμεινα έκπληκτος καθώς συνειδητοποιούσα ότι εκείνες οι σημειώσεις μαζί με τις σημειώσεις από τον ίδιο τον δικό μου δάσκαλο, συνιστούν τα χρονικά άκρα δυο παράλληλων, ατεκμηρίωτων μέχρι σήμερα, μουσικών σπουδών σε δυο σχολές, οι οποίες, όχι ως μελέτη συστηματικής μουσικολογίας -την αφήνω σε όσους ενδιαφερθούν- αλλά ως ζωντανές παρακαταθήκες διδασκαλίας της Μουσικής ως Παραστατικής Πράξης έλαβαν χώρα σε αυτό το ίδιο ίδρυμα.

 

Αν και, λόγω αρχαιότητας έναντι του δασκάλου μου, προηγούνται αυτές του προαιώνιου πιανίστα του Ωδείου Αθηνών από τα τέλη του 19ου αιώνα, προφανώς και οι δυο σημειώσεις οφείλουν να αναλυθούν, να μελετηθούν και να αναδειχθούν ως κατάθεση διδασκαλίας μουσικών οργάνων.

Όλα αυτά τα επιμέρους μαθήματα, για τις ανάγκες των σπουδών Ερμηνείας, δεν χρειάστηκε ποτέ να αναφερθούν ξεχωριστά σε αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών, ωστόσο στην τάξη ενός σοβαρού καθηγητή, διαβαθμίζονται σε επίπεδα εξαμήνων και ετών, αναλύονται
δε διεξοδικά και εξετάζονται λεπτομερώς κατά την διάρκεια των σπουδών στην Ανωτέρα τάξη από τον ίδιο. Το γεγονός ότι όλα αυτά τα επιμέρους μαθήματα, μπορούν να κατακερματιστούν σε προγράμματα μικροτέρων της Ανωτέρας τάξεων, με αποτέλεσμα στην Ανωτέρα να μην απαιτούνται ως κομμάτι ουσιαστικής σπουδής ή, ακόμα χειρότερα, να μην εξετάζονται από καθηγητές που δεν γνώρισαν στην πράξη την μεθοδικότητα της διδασκαλίας τους κατά την διάρκεια των δικών τους σπουδών (αν και δυστυχώς αποφοίτησαν), δεν σημαίνει ότι αυτά δεν υπήρξαν μέρος μεθοδικής μελέτης και διακριτής εξέτασης κατά την διάρκεια των σπουδών ενός οργάνου.
 

 


Τα «αναγκαία» πρόσθετα μαθήματα

 

Οι παρανοήσεις αυτές δίνουν και το περίγραμμα των αισθητά οξύτατων αποκλίσεων που παρατηρήθηκαν από παλιά, και συνεχίζουν να παρατηρούνται μέχρι σήμερα, ανάμεσα σε αποφοίτους. Παράγωγο αυτού του θλιβερού ελλείμματος σπουδαστικής εμπειρίας στην Ελλάδα, αλλά και όχι μόνο, είναι και η οξύμωρη αντίληψη ότι οι σπουδές στο Ειδικό μάθημα του Οργάνου δεν επαρκούν για να στοιχειοθετήσουν ευρύτητα σπουδών πάνω στο αντικείμενο του ίδιου του Οργάνου. Έτσι, οι σπουδές του οργάνου, κυρίως σε άλλες χώρες, παραγεμίζουν με επιμέρους μαθήματα άσχετα με το όργανο, (ειδικά αν το περιβάλλον μεγάλης σχολής με πολλούς καθηγητές το επιτρέπει), τα οποία νοούνται εσφαλμένα, ως μέρος του ίδιου curriculum, και όχι ως πρόσθετα. Καθώς αυτή η παρανόηση υιοθετήθηκε ως λογική για τη χώρα μας (αναρωτιέμαι από ποιόν), η «εισαγωγή» προγραμμάτων σπουδών στα πρότυπα ξένων χωρών και των ανάλογων (αναγνωρισμένων ως τριτοβάθμιων από την Ελλάδα) τίτλων τους, επιχειρείται να υποσκελίσει το δήθεν «παλαιό» υπάρχον, επισημοποιώντας ένα τοπίο ακαδημαϊκής γνώσης το οποίο οι θιασώτες του έχουν ήδη κατοχυρώσει. Αποτέλεσμα είναι η πολυμορφία στα προγράμματα σπουδών ενός οργάνου με επικουρική γνώση, η οποία αντί να οδηγεί στην κατάρτιση (αναγνωρισμένου ακόμη και με αυτόνομο τίτλο) νέου, πρόσθετου, corpus σπουδών, νοείται, καταχρηστικά, ως ουσιαστική για το βασικό συγκεκριμένο και εγκύκλιο τομέα σπουδών ενός οργάνου.

Εξ άλλου, το γεγονός ότι στην Ελλάδα, δεν καταφέραμε να κατοχυρώσουμε, ή, ακόμα χειρότερα, να καταστήσουμε προσβάσιμη σε ολόκληρη την ακαδημαϊκή κοινότητα, όλη την γνώση των επί μέρους αυτών μαθημάτων του Ειδικού Οργάνου, οδήγησε στην παρανόηση ότι αυτή η γνώση, ως μαθησιακή ειδίκευση, αποτελεί απλώς ορολογία που κάποιος μαθαίνει με το χρόνο και την εμπειρία. Έτσι το αγαθό αυτό της επιμέρους γνώσης που σε άλλες χώρες έχει κατοχυρωθεί, προσφέρεται πια από καθηγητές σε ιδρύματα των οποίων οι τίτλοι φαινομενικά νοούνται ανώτεροι από τους αντίστοιχους ελληνικούς. Εδώ εμπίπτουμε πάλι στο σφάλμα να συνδέουμε το επίπεδο των αποφοίτων με το επίπεδο του προγράμματος σπουδών – άρα και του τίτλου του. Το έλλειμμα κοινής σπουδαστικής εμπειρίας, ακριβώς γιατί αυτή λάμβανε χώρα σε ιδιωτικές δομές, αλλά και το γεγονός ότι, για τον ίδιο λόγο, η διδασκόμενη γνώση ουδέποτε κατοχυρώθηκε και ουδέποτε κεφαλαιοποιήθηκε στην Ελλάδα ως εθνικό δημόσιο κτήμα, οδηγεί στη σημερινή «π
αγκοίνως…», όπως γράφτηκε πρόσφατα σε σχετική ισοπεδωτική ανακοίνωση πανεπιστημιακών ταγών, γνωστή παρανόηση, η οποία αφήνει να εννοηθεί ότι οι «Ωδειακές» σπουδές συλλήβδην στην Ελλάδα ουδέποτε είχαν το κύρος και το ύψος που αρμόζει σε ευρωπαϊκή χώρα. Αυτό κι αν αποτελεί ισοπέδωση...

 

 


Μια απάντηση από την Ιστορία

Το Ιστορικό Αρχείο του Ωδείου Αθηνών, «παγκοίνως…» πια, πιστοποιεί ότι δεν υπάρχει πιο τερατώδης και πιο ασεβής, απέναντι στους πραγματικούς ταγούς της Ελληνικής Μουσικής Ιστορίας, στρέβλωση από την παραπάνω. Από την βαρύτητα και το εύρος των συγγραμμάτων και χειρογράφων του μέχρι τα εξετασιολόγια και τα σωζόμενα τεκμήριά του, τα πάντα στον κατάλογό του εν λόγω Ιστορικού Αρχείου, αποδεικνύουν, όψιμα μεν, «παγκοίνως» δε,  ότι το ύψος των σπουδών στην Ελλάδα όχι απλώς δεν υπολειπόταν των αντιστοίχων του εξωτερικού, αλλά ως πόλος έλξης κατάφερε να θέσει στον χάρτη της ευρωπαϊκής ανώτατης μουσικής παιδείας την χώρα μας, το ίδιο νωρίς όπως τα αντίστοιχά του. Η κορύφωση ενός ευρωπαϊκού κύματος ερευνητών, καθηγητών-μουσικών και μουσικών-συνθετών, ακόμα και σπουδαστών, για απτή εθνομουσικολογική αλλά και δημιουργική εμπειρία και σπουδές στην Ελλάδα, κοντά στους Έλληνες συναδέλφους τους, βρήκε στο Ωδείο Αθηνών ιδανική στέγη καθώς το ίδρυμα διετέλεσε αδιαμφισβήτητος γεωπολιτιστικός πόλος έλξης διεθνούς εμβέλειας, ειδικά κατά την Α΄ αναδιοργανωτική περίοδο και μέχρι την ρήξη του 1919. Η συγγραφή μελετών από φοιτητές και ερευνητές των ιδρυμάτων της ανακοίνωσης, που αναπόφευκτα θα πυροδοτήσει η ψηφιοποίηση του Ιστορικού Αρχείου του Ωδείου Αθηνών, θα διαψεύσει «παγκοίνως» τις στοχευμένες βολές των συντακτών της, αποκαθιστώντας για πάντα την αλήθεια. Ακόμα και μετά την ρήξη του 1919, το αίσθημα συναίνεσης απέναντι στην εθνικής σημασίας προσπάθεια εδραίωσης της Μουσικής Παιδείας στην Ελλάδα κυριάρχησε στα μετέπειτα εκείνα βήματα της συστηματικής μουσικής παιδείας, παρά τον αμείλικτο ανταγωνισμό των πρωταγωνιστών του.
Η ολέθρια γενίκευση της συκοφάντησης
των «Ωδείων», που απαξιώνει συλλήβδην και διαχρονικά τις σπουδές στην Ελλάδα στο υπάρχον σύστημα σπουδών, οδηγεί τον γράφοντα, αναλογιζόμενο τις δικές του σπουδές, να βεβαιώσει «παγκοίνως» πως αποτελεί αδικία κατάφορη.

 

Κρατισμός

Καίρια παρανόηση που άπτεται των Μουσικών Σπουδών στην Ερμηνεία της Μουσικής, καθώς η κατάθεση έργου για την απόκτηση τίτλου σπουδών δεν είναι μόνο γραπτή αλλά και παραστατική, είναι η διασφάλιση της διαφάνειας, την οποία, σε κράτος δικαίου, εγγυάται το δημόσιο. Για να εξασφαλίσεις υψηλό επίπεδο σπουδών ωστόσο, δεν είναι αναγκαία μόνο η διαφάνεια. Το επίπεδο των ταγών, στην περίπτωσή μας των καθηγητών, οφείλει να θέτει τον πήχυ στα όρια της ανθρώπινης δυνατότητας. Αν ο πήχυς είναι χαμηλά, η διαφάνεια του «δημοσίου» μόνο, ούτε εξασφαλίζει επίπεδο σπουδών, ούτε εγγυάται ανάπτυξη για το μέλλον. Η κρατική επιχορήγηση επομένως, ως απαλλαγή εξάρτησης από δίδακτρα, είναι μόνο μια από τις δικλείδες διασφάλισης ποιότητας. Η άλλη είναι το επίπεδο των ίδιων των ταγών.

Δεν χρειάζεται να διαφημίσω το επίπεδο των καθηγητών υπό τους οποίους έχω την τιμή να έχω σπουδάσει. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν δέχομαι την αποτίμηση των σπουδών μου, από ανθρώπους που δεν γνώρισαν ούτε το ύψος, ούτε την αναγκαιότητα, ούτε το αίσθημα θεματοφυλακής που εμπνέει η σπουδή υψηλού επιπέδου από την οποία έχω περάσει. Καθώς δεν υπήρξαν καν συνάδελφοι των δασκάλων μου, ούτε βρέθηκαν μαζί μου, παρόντες, ώστε να είναι μάρτυρες της σπουδαστικής μου πορείας, τιμητές της αξίας του τίτλου σπουδών μου, σίγουρα και φυσικά, δεν θα είναι ούτε οι πολιτικοί, αλλά ούτε και οι σημερινοί Πανεπιστημιακοί ταγοί.

 



Το «καθεστώς»

Δεν υπερασπίζομαι, ούτε κατά διάνοια, το υπάρχον καθεστώς. Σε κάθε σύστημα παιδείας που είναι αδιαφανές, δεν επιτηρείται επαρκώς και δεν ελέγχεται αποτελεσματικά από το κράτος, είναι βέβαιο ότι αργά ή γρήγορα θα παρουσιάσει ρωγμές και αποστήματα. Είναι επίσης βέβαιο ότι με τον καιρό, κορυφαίοι καθηγητές θα πρέπει να συμπλέουν με «συναδέλφους» τους, τους οποίους, υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα τους δέχονταν ούτε ως μαθητές. Ωστόσο στις σπουδές ερμηνείας της μουσικής, η ένδεια των φερόντων τίτλους σπουδών που δεν τους αξίζουν, είναι εμφανής σε όσους γνωρίζουν - αν και δυστυχώς μόνο σε αυτούς. Είναι οι μόνες άλλωστε σπουδές που το επίπεδό τους, ξέρετε φίλε αναγνώστα, … ακούγεται. Όταν λοιπόν κάποιοι ταγοί υπογράψουν τίτλους ανωτάτου επιπέδου σε υποψήφιο που δεν το αξίζει, αφενός διακινδυνεύουν το κύρος τους και αφετέρου δημιουργούν το πρώτο κύτταρο ενός καρκινώματος που είναι βέβαιο ότι θα αναπαραχθεί. Αυτός όμως ο κίνδυνος, υπάρχει σε κάθε έννοια της ανθρώπινης σπουδής. Παρά το γεγονός ότι όταν ο συνταγματικός νομοθέτης επεξεργαζόταν το κείμενο του Συντάγματος, τρόποι αδιάβλητης αξιολόγησης ήταν ανύπαρκτοι και σε άλλους τομείς παιδείας, μόνο οι «ιδιωτικές» σπουδές Ερμηνείας της Μουσικής πλήρωσαν και συνεχίζουν να πληρώνουν διαχρονικά μέχρι σήμερα το τίμημα. Δεν γνωρίζω γιατί συμβαίνει αυτό. Ίσως επειδή η φύση της Μουσικής θα είναι πάντα «αφηρημένη» για όσους δεν την έχουν σπουδάσει…
 

 


Ανώτατο «Κρατικό» Ίδρυμα με Πανεπιστημιακό Τίτλο στη Μουσική Τέχνη;  Ο γρίφος του παραλόγου γεννιέται…

 Τα πρώτα ερωτήματα που θα έπρεπε να απασχολήσουν το κράτος μετά την απόφαση να δημιουργηθούν Πανεπιστημιακού επιπέδου σπουδές στη Μουσική Τέχνη, θα έπρεπε να είναι:


 
1.    Πώς λειτουργεί η Μουσική Παιδεία στη χώρα μέχρι την στιγμή που αποφασίζεται η ίδρυση Ανώτατου ιδρύματος με Πανεπιστημιακό Τίτλο για σπουδές «Μουσικής Τέχνης»;
2.    Υπάρχουν ιδρύματα που καλύπτουν αυτήν την αναγκαιότητα ήδη;
3.    Πώς διασφαλίζεται η ακαδημαϊκή αξία ιστορικών ιδρυμάτων έναντι των νέων δομών που επικαλύπτουν τον τομέα τους;
4.    Πως το άρθρο 16 του Συντάγματος επιδρά στην στελέχωση των νέων τμημάτων περιορίζοντας τις επιλογές τους ανάμεσα στους υποψηφίους;
5.    Ποιά είναι η στόχευση τους; Υπάρχει διακριτή διαφορά ανάμεσα σε αυτό που ως κράτος θέλω και σε αυτό που έχω και πώς αυτό εναρμονίζεται με την εκπαιδευτική Ιστορία της χώρας ;
6.    Ποιούς φορείς ή προσωπικότητες οφείλω να ρωτήσω για να λάβω έγκυρες απαντήσεις;
7.    Πώς θα καταρτιστεί επιτροπή εργασίας ώστε να φτάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα;
8.    Με ποια βήματα θα γίνει αυτό; Ποιό είναι το σχέδιο δράσης και πόσο θα διαρκέσει;


 


Σήμερα, de facto, είναι απολύτως βέβαιο ότι το κράτος, φυσικά:



1.    δεν έθεσε δημόσια τα παραπάνω ερωτήματα
2.    δεν διαβουλεύθηκε με φορείς ώστε να λάβει έγκυρες απαντήσεις για όλα τα παραπάνω
3.    δεν αντελήφθη τον αντίκτυπο της όποιας απόφασής του έναντι της Ιστορίας
4.    δεν αξιολόγησε τα αποτελέσματα των αποφάσεών του, 30 χρόνια τώρα, όχι με έμφαση στις ποσοτικώς μετρήσιμες επιδόσεις των αποφοίτων στην Επιστήμη της Μουσικολογίας αλλά με έμφαση στην δυσκολότερη ποιοτικώς μετρήσιμη Επιστήμη της Ερμηνείας της Μουσικής, που το ίδιο θεσμοθέτησε.



Αποφάσεις για τόσο σημαντικά ερωτήματα, είναι αδύνατο, φίλτατε αναγνώστα, να λάμβανε το κράτος από μόνο του. Οι άνθρωποι που επωμίστηκαν την ευθύνη γνωμοδότησης, σχεδιασμού και θεμελίωσης πανεπιστημιακών τμημάτων αυτής της φύσης, είναι εκείνοι που κέρδισαν την εύνοια του κράτους και την εμπιστοσύνη του ως προς την ορθότητα των πράξεών τους. Ως εκ τούτου, μου είναι αδύνατον να πιστέψω ότι οι θεμελιωτές των πρώτων πανεπιστημιακών τμημάτων αυτής της κατεύθυνσης, αμέλησαν να θέσουν (στους εαυτούς τους τουλάχιστον) τα παραπάνω ερωτήματα πριν προχωρήσουν σε οποιαδήποτε κίνηση με το κράτος. Σιωπηρά ή ηχηρά, οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα δόθηκαν με γνώμονα το συμφέρον ίδρυσης ανώτατων ιδρυμάτων πριν  από την διευθέτηση των θεμελιωδών ζητημάτων που διέπουν την Ιστορία των σπουδών Παραστατικής Παιδείας της χώρας μας. Κρίνοντας, εξ ιδίων ίσως, θεώρησαν πως κάθε προϋπάρχον ίδρυμα παρείχε ανεξαιρέτως το ίδιο περίπου επίπεδο σπουδών με αυτό που υπαγόρευαν οι προσλαμβάνουσές τους. Αδιαφορώντας, εκ των πραγμάτων, για την αναπόφευκτη και νομοτελειακή διένεξη που θα προέκυπτε ανάμεσα στο νέο και το υπάρχον σύστημα, προτίμησαν να κινηθούν αρχικά σε τμήματα χωρίς ειδίκευση μουσικών οργάνων. Καθώς ήταν θέμα χρόνου να προχωρήσουν και σε τμήματα αμιγώς ερμηνευτικά, θεώρησαν είτε ότι πράττουν το σωστό, είτε ότι κάποια αόριστη λύση θα δοθεί στο μέλλον. Εκ των πραγμάτων λοιπόν, τρεις δεκαετίες μετά -και καθώς ο ειλικρινώς γράφων επαγγελματικά επιβίωσε στη λαίλαπα της απαξίας χωρίς να είναι ο μόνος παθών- καθίσταται φανερό, ότι η πολιτική της τόλμης και της πράξης, έναντι της σύνεσης και της υπομονής, δεν απέδωσε τους επιθυμητούς καρπούς. Ή μάλλον, απέδωσε τη σημερινή πραξικοπηματική δυστοπία…

 


Ένας, εκ των πραγμάτων, τριακονταετής ανούσιος «πόλεμος»

Για την 4η λοιπόν, από τις παραπάνω διαπιστώσεις μου, με την έμφαση στο δεύτερο σκέλος, δηλαδή την Παραστατική πράξη της Μουσικής (την ονομάζω, όπως ήδη ανέφερα, και «Ερμηνεία της Μουσικής»), είναι πασιφανές ότι ουδόλως υπηρετήθηκε εξ αρχής. Αν υπήρχε πρόθεση να υπηρετηθεί τότε θα έπρεπε, από το πρώτο λεπτό λειτουργίας του νέου τμήματος, να υπάρχει σχεδιασμός για έναρξη ειδικοτήτων σε όλα τα όργανα που προσφέρονταν από το σύστημα που και τότε υπήρχε, μέχρι τη στιγμή της ίδρυσής των πανεπιστημιακών τμημάτων. Δεν γνωρίζω πολλά Ωδεία που εκπλήρωναν τότε κατά γράμμα τις προϋποθέσεις του νόμου. Σίγουρα όμως δεν ήταν τα πανεπιστημιακά τμήματα. Τότε θα μπορούσε να είχε στοιχειοθετηθεί ο σχεδιασμός και δι’ αυτού του τρόπου, η αναγκαία σύνδεση με το επίπεδο της τάξης της Ανωτέρας - όπως ονομάζεται η τριετής έως πενταετής σπουδή των τελευταίων ετών του υπάρχοντος συστήματος.

Η εισαγωγή αυτή στην Ανωτέρα τάξη, θα όφειλε να είναι το καθοριστικό ορόσημο διαφοροποίησης από την Δευτεροβάθμια/Μεταδευτεροβάθμια στην Ανώτατη βαθμίδα σπουδών. 

 

Όμως, αντί να εισηγηθούν την αλλαγή του νομικού πλαισίου, την αποκατάσταση υπαγωγής των σπουδών Ερμηνείας της Μουσικής στο Υπουργείο Παιδείας από αυτό το επίπεδο και μετά, την αυστηρή τήρηση του νόμου και το αποφασιστικό κλείσιμο όσων ιδρυμάτων δεν πληρούσαν στο ακέραιο τις προϋποθέσεις λειτουργίας τους, επέλεξαν να ανταγωνιστούν με το υφιστάμενο εκπαιδευτικό οικοδόμημα που γαλούχησε και τους ίδιους, θεμελιώνοντας έτσι μια ανιστόρητη και άθλια αντιπαλότητα «ιδιωτικού-δημοσίου» με όλα τα πολιτικά - ακόμα και κομματικά - της συνακόλουθα. Αποτέλεσμα της διένεξης αυτής υπήρξε ο διασυρμός, με την υπογραφή του κράτους, κάθε αξίας σπουδών που το υπάρχον σύστημα είχε να καταθέσει.

Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν, ήταν αδύνατο να εφαρμοστούν ευρέως από την αρχή. Εφαρμόστηκαν κυρίως αργότερα στα λεγόμενα «μεταπτυχιακά» τμήματα. Ωστόσο και αυτά μαζί με τα προπτυχιακά στην αρχή, ακολούθησαν μεθόδους εισαγωγής για το έμψυχο υλικό τους, στο πνεύμα όσων ήδη έχω αναφέρει:



α) φοίτηση σε ΑΕΙ ως προϋπόθεση εισόδου σε προπτυχιακό τμήμα ή τίτλος ΑΕΙ άσχετου με το αντικείμενο ως προϋπόθεση για διορισμό σε καθηγητικά καθήκοντα ή/και
β) τίτλος σπουδών Διπλώματος ως μια από τις προϋποθέσεις εισαγωγής για τους υποψηφίους φοιτητές σε μεταπτυχιακό τμήμα με αντικείμενο ίδιο με αυτό του Διπλώματός τους


Προφανώς έκτοτε οι μέθοδοι εισαγωγής μπορεί να έχουν διαφοροποιηθεί αλλά και η συγκομιδή αποφοίτων από τα σχετικά ΑΕΙ, πάντα δια-μέσου πανελληνίων εξετάσεων, να έχει τροφοδοτήσει τα τμήματα αυτά με ενδιαφερόμενους. Προφανώς, επίσης έκτοτε, και αρκετά χρόνια μετά την ίδρυσή τους με την νόμιμη υποστήριξη του κράτους, τα τμήματα αυτά απέκτησαν δομή, στελέχωση και έμψυχο δυναμικό στα πρότυπα προηγμένων Ωδείων. Όσο μεγαλώνει η απόσταση από την χρονική στιγμή ίδρυσής τους τόσο παγιώνεται η πολιτική κατάληψης του χώρου που στο παρελθόν κατελάμβαναν τα Ωδεία, αφήνοντας να διαγραφεί καθαρά η θεμελιώδης πρόθεση ανάπτυξής τους, αλλά και να εξομαλυνθούν οι παραδοξότητες στελέχωσής τους. Κοιτώντας δε τις προϋποθέσεις και την ύλη εισαγωγής, οι υπεραπόφοιτοι αυτών των ιδρυμάτων θα πρέπει να έχουν δασκάλους τουλάχιστον εφάμιλλους των ιστορικών συνθετών, ικανότητες τουλάχιστον καλύτερες των ιστορικότερων προσωπικοτήτων στην ιστορία της μουσικής ερμηνείας και δυνατότητες εξέλιξης τουλάχιστον καλύτερες από τους κορυφαίους μουσουργούς της εποχής μας.  Εφαλτήριο και μόνη επαφή με το παλαιό καθεστώς των Ωδείων, είναι αυτή η προϋπόθεση εισαγωγής η οποία με βάση την ύλη, θα ολοκληρώνεται σε ιδρύματα που θα μοιάζουν πολύ περισσότερο με προπονητικά κέντρα, ίσως ούτε καν φροντιστήρια, παρά με Ωδεία.

Οι εξελισσόμενες προϋποθέσεις αυτές στελέχωσης ωστόσο, είτε όσο ίσχυσαν, είτε όσο ισχύουν, πασίδηλα περιγράφουν την αμηχανία των ιδρυμάτων αυτών να αμβλύνουν τις παραδοξότητες που χαρακτηρίζουν την διένεξή τους με την Ιστορία αλλά και να χρησιμοποιήσουν την κρατική τους υπόσταση ως ακατανίκητο άλλοθι προς τη νομιμοποίηση μιας κατάφορης  εκπαιδευτικής χρησικτησίας.  Όχι βέβαια επειδή οι μουσικές σπουδές, ή ακόμα περισσότερο η Μουσική ή ίδια, θα μπορούσαν ποτέ να είναι ιδιοκτησία ή μονοπώλιο κάποιας οντότητας, αλλά επειδή χωρίς θεμέλιο την αξία της Ιστορίας, καμμιά χώρα, σε κανέναν τομέα και ποτέ δεν έχτισε τίποτα.

Η διένεξη ως παθογένεια

Θα ήθελα εν κατακλείδι για το θέμα της απαξίας των υπαρχόντων σπουδών ερμηνείας, να αναφερθώ λίγο παραπάνω στην μακρινή πλέον ανάμνηση των συνθηκών στελέχωσης των πρώτων εκείνων τμημάτων και την περίπτωση να ενδιαφέρονταν υποψήφιοι από την Ελλάδα.  Ακόμα κι εγώ, φίλτατε αναγνώστα προκαταλαμβάνοντας την σκέψη σου, ήμουν τότε πολύ νέος για να υπονοώ τον εαυτό μου ως έναν τέτοιον υποψήφιο σε αυτήν μου την υπόθεση. Αναφέρομαι, λοιπόν στην θέση εκείνου που θα χρειαζόταν να επιστρατεύσει κάποιο τίτλο ΑΕΙ άσχετο με το αντικείμενο της καθηγητικής θέσης ώστε να ισχύσει η υποψηφιότητά του, εφόσον δεν διέθετε διδακτορικό ή άλλο ισοτιμημένο, μή ελληνικό φυσικά, τίτλο σχετικό με το όργανο (υπήρχε άραγε; ). Πόσους άξιους ανθρώπους άφησε έξω αυτή η παθογένεια...

Αλλά και για τα μετέπειτα «μεταπτυχιακά τμήματα» που ορίζουν προϋπόθεση εισαγωγής των υποψηφίων τους τον ανώτατο τίτλο σπουδών ενός Ωδείου, θα ήθελα επίσης να καταγράψω μια ύστατη επισήμανση. Η παθογένεια δεν έγκειται στο ότι οι καθηγητές τους είχαν, ως φοιτητές σε ξένο ίδρυμα, βιώσει εξέταση ίδια με αυτή που απαιτούν στην Ελλάδα. Άλλωστε η απαίτηση ακρόασης που θα αντιμετώπιζαν στο ξένο ίδρυμα δεν μπορεί να είναι ποτέ, για έναν μουσικό, υποτίμηση της αξίας του. Η παθογένεια επίσης δεν εξαντλείται στην οξύμωρη ισοπέδωση του τίτλου σπουδών επιπέδου «Διπλώματος» -αφού εξ ορισμού οι σπουδές Διπλώματος είναι ανώτερες από Πτυχίο, το οποίο επίσης χορηγείται και άρα η συγκρότηση «μεταπτυχιακού» που να απαιτεί «Δίπλωμα» στο ίδιο curriculum ως προϋπόθεση εισαγωγής, αποτελεί, το λιγότερο, μέγιστη φαιδρότητα. Η εγγενής παθογένεια δεν βρίσκεται εκεί.  



Η εγγενής παθογένεια βρίσκεται στο έγκλημα να θεωρείς τον πρώτο τίτλο σπουδών Εσωτερικού που δεν αναγνωρίζει η χώρα σου, ως προϋπόθεση για να λάβεις τον δεύτερο τίτλο σπουδών Εξωτερικού τον οποίο αναγνωρίζει η χώρα σου. Θα σας αφήσω, φίλτατε αναγνώστα, να το σκεφτείτε λιγάκι. Ύστερα σκεφτείτε ότι είτε δια της διαδικασίας διορισμού ως καθηγητής, είτε δια της ένταξης ως φοιτητής στα Πανεπιστημακά «μεταπτυχιακά» τμήματα Μουσικής Τέχνης, η χώρα μας επισημοποιεί αυτή την παθογένεια.



Για όσους δεν αναγνωρίζουν, ή δεν τους συμφέρει να αναγνωρίσουν, την παραδοξότητα αυτής της έκφρασης τους καλώ να φανταστούν το ίδιο για οποιοδήποτε άλλον τομέα σπουδών επιθυμούν.

Θα καταθέσω απλώς το ιστορικό – επιστημονικά αδιασάλευτο - δεδομένο, ότι ο πρώτος κορυφαίος απόφοιτος του Ωδείου Αθηνών αντικατέστησε στο «Εξωτερικό» το 1884, τον «μεταπτυχιακό» του (με τα σημερινά δεδομένα) δάσκαλο στα επαγγελματικά του καθήκοντα, λίγους μήνες μετά την έναρξη των «μεταπτυχιακών» του σπουδών. Ο μεν ξένος εκείνος καθηγητής του στο Ωδείο της Βιέννης, ήταν μαθητής του θεμελιωτή της Όπερας της Βιέννης. Ο δε Έλληνας καθηγητής του στο Ωδείο Αθηνών αναγνωρίστηκε από τους ξένους καθηγητές ση Βιέννη, ως «είς εκ των εντελεστάτων» (μαρτυρία του ίδιου του Διονυσίου Λαυράγκα).  

 

 

Προς έναν διάλογο με το παράλογο

 Αν θεωρήσουμε ότι καίριο ερώτημα είναι «ποιός πληρώνει για τις σπουδές σου», τότε δεν διακατέχομαι από καμιά θεωρία συνομωσίας ώστε να πιστεύω ότι το κράτος δεν προχώρησε στην ανωτατοποίηση του μόνου κρατικού ιδρύματος σπουδών Μουσικής ερμηνείας που χρηματοδοτεί, επειδή δεχόταν την πίεση ενός υποτιθέμενου «καρτέλ Ωδειαρχών».  Αντιθέτως, αν διακατεχόμουν από θεωρίες συνομωσίας, θα δικαιολογούσα όσους θα πίστευαν ότι το κράτος - με το ένα του ίδρυμα ήδη κρατικό (το μόνο από όλα τα υπόλοιπα) – έπρεπε, στρατηγικά, να μην αξιοποιήσει την δυνατότητα αναβάθμισής του, γιατί, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, θα έπρεπε πρώτα να αναγνωρίσει τους τίτλους σπουδών των καθηγητών του! Κι αυτό, φυσικά, θα ήταν αδύνατο να το έκανε μόνο για όσους ήταν απόφοιτοί του…

Βλέπετε, δυστυχώς το κρατικό αυτό ίδρυμα σεβόμενο τον εαυτό του, την θεμέλια λίθο ίδρυσής του (κρατήστε την αυτή για μετά), αλλά και την ίδια την ιστορία της κοσμοπολίτικης αιώνιας πόλης στην οποία ιδρύθηκε, δεν μονοπώλησε την στελέχωση του αναζητώντας προσωπικό μόνο σε αποφοίτους του. Ως εκ τούτου καθηγητές του δεν υπήρξαν μόνο απόφοιτοί του, αλλά και όσοι είχαν σπουδάσει είτε σε ελληνικά «μη κρατικά» (μαντέψτε ποιά) είτε «στου εξωτερικού» (αδιάφορο κρατικά ή μη). Δυστυχώς, βλέπετε, οποιοδήποτε Ανώτατο ίδρυμα για να υπάρξει, δίνοντας ανώτατους τίτλους σπουδών, πρέπει, πρώτα και με κάποιο τρόπο, να αναγνωρίσει τον τίτλο σπουδών των καθηγητών του...

Στην χώρα του παραλόγου όμως, αυτό, και για τις Σπουδές Μουσικής Ερμηνείας, αφού δεν έγινε νωρίτερα, δεν μπορούσε να γίνει το ’74! Γιατί; Γιατί αν οι τίτλοι σπουδών όλων των καθηγητών του αναγνωρίζονταν, τότε θα έπρεπε να αναγνωριστούν και όλοι όσοι μέχρι τότε είχαν δωθεί, με το ίδιο curriculum, σε Ελλάδα και Εξωτερικό. Γιατί; Γιατί το πρόγραμμα σπουδών του ιδρύματος αυτού όχι απλώς δεν διέφερε από κανενός άλλου Ωδείου αλλά, όπως θα δούμε, θεμελιώθηκε από απόφοιτο του προγενέστερου «ιδιωτικών συμφερόντων(!)» Ωδείου Αθηνών.

Βλέπετε, επιμένω, το Ωδείο της συμπρωτεύουσας, επειδή έπραξε όπως θα έκανε κάθε ίδρυμα-ιδιωτικό ή κρατικό, ελληνικό ή ξένο- που σέβεται τον εαυτό του,  ακολούθησε την υψηλή του αποστολή σύμφωνα με τα πρότυπά του. Αναζήτησε δηλαδή και πρόγραμμα σπουδών στα καλύτερα ιδρύματα πριν από αυτό, αλλά και καθηγητές στους καλύτερους από παντού και όχι μόνο ανάμεσα στους αποφοίτους του.

Το ότι τίποτα δεν είχε λυθεί, βέβαια, δεν εμπόδισε το «κράτος» να προχωρήσει. Ακριβώς το μοντέλο αυτό, της στελέχωσης δηλαδή ανώτατου ιδρύματος με προϋπόθεση άσχετων τίτλων που θα υποστήριζαν τον «αδύναμο» της Μουσικής ή εξ ολοκλήρου τίτλων του Εξωτερικού, υπηρετήθηκε και μάλιστα με συνέπεια. Μόνο που δεν έγινε με το «Κρατικό» αφού δεν έγινε καν με Ωδείο...




Σήμερα

Θεσπίζοντας ως απαραίτητη προϋπόθεση εισαγωγής σε αυτά την δημοκρατικοφανή επιλογή υποψηφίων «κατόπιν ειδικών εξετάσεων» παράλληλα με τις Πανελλήνιες, ή για όποιον διέθετε οποιονδήποτε άλλον πανεπιστημιακό τίτλο σπουδών, η ίδρυση κάθε ανάλογου τμήματος, υποβίβασε τις προϋπάρχουσες σπουδές Ερμηνείας της Μουσικής, σε προπαρασκευαστικές δομές των νέων αυτών, δικτατορικά «ανώτατων», τμημάτων. Έτσι, υποβιβάζοντας τις μέχρι τότε, μουσικές σπουδές σε επίπεδο, ούτε λίγο ούτε πολύ, φροντιστηριακών προσόντων όπως αυτά των ξένων γλωσσών, το κράτος – όχι βέβαια από μόνο του -  έχτισε την δυναμική των νέων του τμημάτων. Όσο ο αριθμός αυτών των τμημάτων αυξάνεται, όσο περισσότεροι νέοι δηλαδή μπαίνουν σε αυτόν τον καλά σχεδιασμένο μύλο, και όσο Ιστορικά ιδρύματα ακόμη υπάρχουν, τόσο ολοένα και περισσότερο υποβιβάζεται η Ιστορία των Παραστατικών Σπουδών στη χώρα μας, σε γραφικό απομεινάρι μιας  … λαμπρής, κάποτε, Ιστορίας.

Κατά μια όμως ειρωνεία αυτής της ίδιας της Ιστορίας, υπάρχει και η Ανώτατη σπουδή της… Κι αυτή φέρνει στο φώς για μας, την Αλήθεια. Η πραγματική ιστορική αποτύπωση αυτής της αλήθειας είναι αδύνατο να υπονομευτεί καθώς βρίσκεται διατυπωμένη σε δυο σκέλη:


α) Στις απείρου ιστορικού κάλλους προκηρύξεις Υπουργείων για την πλήρωση θέσεων του δημοσίου, και τις κενταύρειες Εγκυκλίους για την στελέχωση θέσεων στην Εκπαίδευση,  αλλά και

β) Στην μελέτη των πολύτιμων ιστορικών αρχείων. Για καλή μας τύχη, ένα από αυτά ονομάζεται Ιστορικό Αρχείο του Ωδείου Αθηνών και το φώς που αναδύεται από αυτό, κατά την άποψή μου, είναι τόσο εκτυφλωτικό που νομίζω, θα ξεδιαλύνει κάθε μυστήριο.

 

Λίγη υπομονή, φίλτατε αναγνώστα, καθώς παρακάτω θα διαβάσεις τις πρώτες ακτίνες αυτού του φωτός.

 

Επόμενο κείμενο: Τα τεκμήρια της Ιστορίας

 

 




 

 
bottom of page