top of page

Σκέψεις για τον Μουσικό ενός Πίνακα

plagiavlia



Θεόδωρος Βρυζάκης (1819-1878) «Πολεμικό Συμβούλιο» (λεπτομέρεια)



Πρίν από δέκα χρόνια είχα γράψει τις ακόλουθες σκέψεις σε μια ανάρτηση:



Σκέψεις Για τον Μουσικό ενός Πίνακα…


Διαβάζω χρόνια τώρα, σχεδόν σε κάθε εθνική επέτειο, γραφές ανθρώπων που εναγωνίως επαίρονται -ως διυλιστές της Ελληνικής Ιστορίας- τη θεματοφυλακή της «επιστημονικής» και «ιστορικής» καθαρότητας των γεγονότων. Διακαώς διασταυρώνουν απομνημονεύματα αγωνιστών, μαρτυρίες ελληνικών και ξένων συγγραμμάτων για να «τεκμηριώσουν» την πραγματική, την αληθινή (!) «αλήθεια» για την ημερομηνία έναρξης της Επανάστασης, ή την τύχη του κρυφού σχολειού ως ιστορικού ή ανιστόρητου ευφυολογήματος ή τα πάσης φύσεως πικάντικα παραλειπόμενα για τους ανθρώπους που δεν έσβησε ο χρόνος. Διακαώς οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι οπλισμένοι με «κριτικό πνεύμα», «ιστορική αντικειμενικότητα», «επιστημονική ακρίβεια», «στατιστικά δεδομένα και ορθολογισμό», είναι οι ορκισμένοι εχθροί της άγνοιας, οι «ειδικοί», είναι όλοι εκείνοι οι «άξιοι άνθρωποι» που μελετούν την αλήθεια για να μας ανοίξουν τα μάτια…


Εκατοντάδες χρόνια τώρα ζούμε την εξέλιξη της ειδίκευσης. Υπερασπιζόμαστε με πείσμα αυτό που ξέρουμε και γνωρίζουμε, αυτό δηλαδή που μας έχει παραδοθεί ως επιστημονική γνώση -γιατί ό,τι είναι γραμμένο, ή μάλλον επιστημονικά γραμμένο, δεν πεθαίνει…ή τουλάχιστον έτσι νομίζουμε. Πορευόμαστε με βάση αυτά που διαβάζουμε, αυτά που ψάχνουμε κι ανακαλύπτουμε, κι αν πρόκειται για το παρελθόν, αυτά που αναζητούμε να ξετυλιχθούν ζωντανά μπροστά μας σαν κινηματογραφική ταινία κομμένη και ραμμένη στα μέτρα μας. Μα τα «καρέ» αυτής της ταινίας βρίσκονται σκόρπια, τα διαβάζουμε με τα μάτια, τα ακούμε σε αποθήκες ήχου «ως θεϊκές ερμηνείες» ή τα ψηλαφούμε ως αντικείμενα «από τότε» και συνειδητοποιούμε πως όλα τούτα είναι απομεινάρια… Αντί όμως να σιωπήσουμε και γι’ αυτά τα απομεινάρια να στοχαστούμε, τα ανεμίζουμε ως τρόπαια αδιάσειστα της αληθινής και αναμφισβήτητα τεκμηριωμένης «Επιστημονικής Γνώσης» (τουλάχιστον μέχρι αποδείξεως τουναντίον…)


Τόσα ξέρουμε, τόσα λέμε αλλά δεν είναι αυτό που με πειράζει. Το να λες μόνο όσα ξέρεις είναι βαθιά ανθρώπινο, έντιμο, ως και σοφό. Εκείνο που με πειράζει είναι η «επιστήμη» που διυλίζει την Ιδέα, η βλακεία δηλαδή του ανθρώπου που «ξέρει» γιατί έχει σπαταλήσει τη ζωή του να βλέπει την Ιστορία μέσα από την «ιστορία του», και την Αξία μέσα από την «αξία του» προσπαθώντας να ψηλαφήσει την Ιδέα μέσα από την ιδεοληψία της αφής…

Μας ελκύει η «λεπτομέρεια» που πέφτει στα χέρια μας πολύ περισσότερο από το θαύμα της ψυχής γιατί γεννηθήκαμε με τόσα αγαθά δεδομένα. Σε σχέση με τότε, όλα γύρω μας είναι πλέον εύκολα: το νερό, ο δρόμος, ένα ρούχο, λίγο φαγητό, ένα σχολείο. Οι αξίες είναι πια αναλώσιμες γιατί είναι δεδομένες και οι άνθρωποι που αγωνίστηκαν γι’ αυτές είναι χαμένοι στο χρόνο κι εσύ αν δεν έχεις κάτι απ’ αυτά τα θεμελιώδη τότε σου φταίει… η πολιτική.

Κλέφτες, καταχραστές, απατεώνες, δολοφόνοι, ανέντιμοι άνθρωποι είναι οι μόνοι που θα υπάρχουν πάντα και σίγουρα σε όλες τις εποχές. Ποιοί είναι όμως οι σημερινοί Έλληνες που μπορούν σήμερα να σηκώσουν ανώνυμα το βάρος της Δημοκρατίας ως σύγχρονου Επαναστατικού πολέμου; Δεν είμαι θιασώτης του πολέμου αλλά της μόνης σύγχρονης Επανάστασης: της Δημοκρατίας (γιατί κι αν τα όπλα που υπηρέτησα κατάντησαν μια «επιχείρηση» γεμάτη αδικία και συμφεροντολόϊ, τότε αυτό είναι μέρος του σκηνικού της σύγχρονής μας κοινωνικής «ιστοριούλας»).


Δεν έχει λοιπόν καμμία σημασία ποιά είναι η ημερομηνία της Επανάστασης όπως δεν έχει καμιά σημασία αν το κρυφό σχολείο ήταν κρυφό ή όχι! Ο μύθος, στον αιώνα εκείνο, είναι που τρέφει το τόλμημα και δεν έχει καμιά σημασία η τεκμηρίωσή του. Αγράμματοι ήταν οι Έλληνες πριν, αγράμματοι παρέμειναν και μετά τον Πίνακα του Γύζη. Πόσο αγράμματοι είμαστε σήμερα για να μην καταλαβαίνουμε ότι το δημιούργημα ενός καλλιτέχνη διασώζει την Ιδέα μέσα στο χρόνο;

Σημασία δεν έχει πότε έγινε η Επανάσταση. Σημασία έχει πως η Ιδέα ΕΓΙΝΕ Επανάσταση και γι’ αυτήν πολέμησαν άνθρωποι χωρίς κανένα εχέγγυο ανταμοιβής. Ανώνυμοι, αγράμματοι, δούλοι, άνδρες και γυναίκες αποφάσισαν να πεθάνουν μόνο για την ελπίδα της Ελευθερίας και τίποτε άλλο. Όσοι επέζησαν σ’ έναν τόπο με ερείπια χειρότερα από των Αρχαίων τα λεηλατημένα, μπόρεσαν σε αντίθεση με μας να ελπίσουν ξανά … Είμαστε γενιές πολλές μακριά από αυτούς και φανήκαμε ανάξιοι όχι μόνο να καταλάβουμε αλλά και να σεβαστούμε αυτή τη θυσία.


Πόσοι από τους επιστήμονες μπόρεσαν να αναλύσουν (να διυλίσουν τέμνοντας τα γεγονότα με το νυστέρι της «επιστήμης») το ιερό κράμα Ελευθερίας και Τρέλλας εκείνων των ανθρώπων; Πόσοι μπόρεσαν να αναλογιστούν ότι η μάχη ήταν ένα Θέατρο όπου όλοι εκείνοι οι άξεστοι, οι αγράμματοι, οι απελπισμένοι θιασώτες αναμετρήθηκαν με τα έγκατα της ψυχής τους για να ερμηνεύσουν ως τέλειοι χαρακτήρες –για πρώτη και τελευταία φορά με όλη τους την ανθρώπινη ατέλεια- τον υπέρτατο ρόλο. Και αυτόν τον ρόλο τον ερμήνευσαν μέχρι τέλους χωρίς να ξέρουν ή να επιθυμούν την Ιστορία αλλά την Αλήθεια της Ελευθερίας, ρίχνοντας τον εαυτό τους «με χαρά στη φωτιά» όπως τους παρακινούσε ο Ρήγας λίγα χρόνια νωρίτερα μ’ ένα τραγούδι …

Πόσοι επιστήμονες κατάφεραν να συνειδητοποιήσουν πως όση πίστωση επιστημοσύνης κι αν απολαμβάνουν από την «τομή των ιστορικών γεγονότων» δεν θα ερμηνεύσουν ποτέ ολοκληρωτικά την Ιδέα, δηλαδή την Ουσία τους, αν επιμένουν να τα αποφορτίζουν από το φώς της παραστατικής τους διάστασης που τα καθιστά πράξεις μεγαλειώδεις όχι μόνο για την Ελληνική αλλά και για την Ανθρώπινη Ιστορία. Πόσοι μπορούν να φανταστούν ένα πεδίο μάχης με τους ήχους οργάνων να εμψυχώνουν όσους πρόκειται να πεθάνουν (γιατί επρόκειτο να πεθάνουν…). Αναλογιζόμαστε τη Μουσική της εποχής –όπως και κάθε παραστατική πράξη- ως «τραγουδάκι» γιατί νομίζουμε πως τότε η Μουσική θα είχε τον ίδιο αντίκτυπο με αυτόν που νιώθουμε σήμερα καθώς όλος ο κόσμος βλακωδώς βομβαρδίζεται από κάθε λογής αποθηκευμένα «αρχεία Μουσικής Τέχνης» στα οποία οι εκτελεστές εναποθέτουμε την «αξία» μας ζώντας ηλιθιωδώς το παραμύθι με τη φωνή του μυστικού που ο ήρωας νομίζει πως κλείνει σ’ ένα κουτί ή θάβει για πάντα στο χώμα. Το Θέατρο σε μια Επανάσταση είναι Πραγματικό, κι οι Μουσικοί -έμψυχοι παραγωγοί ήχου- τραγουδούν τις άριες μιας Όπερας που παίζεται ζωντανά μπροστά στα μάτια όλων, Θεού, ανθρώπων, ζωντανών, νεκρών, νικητών και ηττημένων. Πρόκειται για τη Διονυσιακή συνύπαρξη Ζωής και Θανάτου όπου η Μουσική είναι μέρος του Δρώμενου (ακόμα και η χρηστικότητα της μουσικής στο στρατιωτικό «βήμα» δεν προηγείται αυτής της αναγκαιότητας αλλά είναι απλώς το «ραφιναρισμένο» επακόλουθό της).


Ο Μουσικός του πίνακα, ακόμα κι αν ο θλιβερός επιστημονικός σαλτιμπάγκος που «μελέτησε» τον πίνακα δεν θεώρησε ενδιαφέρον να μεγεθύνει, είναι ο άνθρωπος που κινεί τον μύθο της Επανάστασης μέσα από το αρχέγονο στοιχείο της θεμελιώδους Παράστασης της ζωής που υπάρχει για να υμνεί μονάχα την υπέρτατη αξία. Στην ανάπαυλα της μάχης, τον κομμό δηλαδή μιας τραγωδίας όπου μετριούνται «όσοι ζωντανοί» πρόκειται να συνεχίσουν, ο Μουσικός του «Πολεμικού Συμβουλίου» μεθά κι οδηγεί τις ψυχές των αγωνιστών, μαζί με τη δική του, στην παράνοια της θυσίας- γιατί αυτή η θυσία είναι λογική μονάχα στα κούφια λόγια των επετειακών πανηγυρικών… Αυτή είναι η δικαίωση του ρόλου που πραγματώνεται μόνο αν «μεθύσεις με το αθάνατο κρασί» αυτής της Ποιήσεως…


(Αυτό είχε πει κι ένας Ποιητής που τον θυμούνται πλέον μόνο οι δρόμοι, οι προτομές και τα αγάλματα).



 

Φαίνεται όμως πως οι σκέψεις μου για την εμψυχωτική δύναμη της Μουσικής δεν βρίσκονταν μόνο στο δικό μου μυαλό. Δεν γνωρίζω αρκετά για τον Κονλένιο και σε τούτη την ανάρτηση δεν με απασχολούν οι δίκαιες ή άδικες επικριτικές του απόψεις για τους Έλληνες Επαναστάστες. Στέκομαι μόνο σε μια εικόνα που διασώζει την επιρροή της Μουσικής στην μέθη της μάχης:

Abbiamo desinato ancora una volta alla casa d'Hassan, ove eravamo i quindici europei di ieri sera. Finito il de­sinare, i due belgi, l'un colla sua chitarra, l'altro col suo flauto, si collocarono tra certi scogli in fondo a un giar­dino abbandonato; noi ci femmo intorno a loro aggruppati sulle ruine, e si cantò a gola. Prima furon romanze, poi ariette d'opera, in ultimo gli inni patriotici di tutte le nazioni. Al canto della Marsigliese il Fabvier si rannuvolò tutto: noi non l'avevamo più cantata insieme dopo il 6 aprile del 1823, quando l'intuonammo là sulla riva della Bidassoa; e quante vittime eran cadute quel giorno al suono di questo canto solenne! Intanto che si can­tava, i calogeri o frati d'un monastero adiacente alla casa d'Hassan vennero a noi per sentire, com'essi dis­sero, i nostri inni al Signore. Nè forse, così dicendo,. pigliavano abbaglio; perocchè qual è inno più degno del Creatore di quello che infiamma le creature fatte ad immagine di lui del santo amore della libertà, e le stimola a prefiggersi in questa vita si breve un nobile scopo ?


Diario dell'assedio di Navarino memorie di Giacinto Collegno precedute da un ricordo biografico dell'autore scritto da Massimo D'Azeglio. Τορίνο 1857, σελ. 122



Στα ελληνικά:

Δειπνήσαμε για άλλη μια φορά στο σπίτι του Χασάν, όπου ήμασταν οι δεκαπέντε Ευρωπαίοι της προηγούμενης νύχτας. Όταν τελείωσε το γεύμα, οι δύο Βέλγοι, ο ένας με την κιθάρα του, ο άλλος με το φλάουτο του, στάθηκαν ανάμεσα σε μερικές πέτρες στο βάθος ενός εγκαταλελειμμένου κήπου- εμείς σταθήκαμε γύρω τους, συγκεντρωμένοι στα ερείπια, και τραγουδήσαμε ο ένας στον άλλον. Στην αρχή ήταν ρομάντζα, μετά άριες όπερας και τέλος οι πατριωτικοί ύμνοι όλων των εθνών. Στο τραγούδι της Μασσαλιώτιδας, ο Fabvier σκοτείνιασε: είχαμε να το τραγουδήσουμε μαζί από τις 6 Απριλίου 1823, όταν το ψάλλαμε εκεί στις όχθες του Μπιντασόα- και πόσα θύματα είχαν πέσει εκείνη την ημέρα υπό τον ήχο αυτού του πανηγυρικού τραγουδιού! Την ώρα που τραγουδούσαμε, οι καλογήροι ή μοναχοί ενός μοναστηριού που γειτνίαζε με το σπίτι του Χασάν, ήρθαν κοντά μας για να ακούσουν, όπως είπαν, τους ύμνους μας προς τον Κύριο. Διότι ποιός ύμνος είναι για τον Δημιουργό αξιότερος από εκείνον που φλογίζει τα πλάσματα που είναι φτιαγμένα κατ' εικόνα του με την ιερή αγάπη της ελευθερίας και τα παρακινεί να θέσουν στον εαυτό τους έναν ευγενή στόχο σε αυτή τη σύντομη ζωή;

27 Προβολές

© Πέτρος Στεργιόπουλος

bottom of page